Examinant είναι ουσιαστικό.
/ɪɡˈzæmɪnənt/
Η λέξη "examinant" αναφέρεται σε ένα άτομο που υπόκειται σε μια εξέταση ή αξιολόγηση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά πλαίσια. Στην Αγγλική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς συνήθως χρησιμοποιούνται πιο γενικοί όροι όπως "candidate" ή "student." Ωστόσο, εμφανίζεται συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
The examinant was clearly nervous before the big test.
Ο εξεταζόμενος ήταν προφανώς νευρικός πριν από τη μεγάλη εξέταση.
Each examinant must bring their identification to the exam.
Κάθε εξεταζόμενος πρέπει να φέρει την αναγνώρισή του στην εξέταση.
The examinant's performance will determine their future in the program.
Η απόδοση του εξεταζόμενου θα καθορίσει το μέλλον του στο πρόγραμμα.
Η λέξη "examinant" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με ορισμένα συμφραζόμενα σχετικά με εξετάσεις και αξιολογήσεις.
We wish the examinant good luck on their upcoming evaluations.
Ευχόμαστε στον εξεταζόμενο καλή τύχη στις επερχόμενες αξιολογήσεις.
The examinant faced challenges but passed with flying colors.
Ο εξεταζόμενος αντιμετώπισε προκλήσεις, αλλά πέρασε με επιτυχία.
An examinant's attitude can influence their performance.
Η στάση ενός εξεταζόμενου μπορεί να επηρεάσει την απόδοσή του.
Η λέξη "examinant" προέρχεται από το ρήμα "examine" (εξετάζω), συνδυαζόμενο με τον επιθετικό ή ουσιαστικό μορφή "-ant," που υποδηλώνει εκείνον που εκτελεί τη δράση.
Συνώνυμα: - Candidate (υποψήφιος) - Student (φοιτητής)
Αντώνυμα: - Assessor (εκτιμητής) - Instructor (διδάσκων)
Αυτή η δομή περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "examinant." Αν έχετε άλλες ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες λεπτομέρειες, είμαι εδώ για να βοηθήσω!