Η φράση "excavated tank" αποτελεί έναν ουσιαστικό συνδυασμό, όπου η λέξη "excavated" είναι επίθετο και η λέξη "tank" είναι ουσιαστικό.
[ɛkskəˌveɪtɪd tæŋk]
Η φράση "excavated tank" αναφέρεται σε μια δεξαμενή ή ταμιευτήρα που έχει δημιουργηθεί ή έχει εκσκαφεί στη γη. Αυτές οι δεξαμενές χρησιμοποιούνται συχνά για την αποθήκευση νερού, καυσίμων ή άλλων υγρών, συνήθως στον τομέα της γεωργίας ή της βιομηχανίας.
Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, σε κείμενα που αφορούν τη γεωλογία, την πολιτική μηχανική ή τη γεωργία. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται, αλλά όχι τόσο συχνά εκτός συγκεκριμένων επαγγελματικών τομέων.
Η ομάδα κατασκευής έσκαψε έναν εκσκαμμένο δεξαμενή για την αποθήκευση του βρόχινου νερού.
The excavated tank was found to be leaking due to poor material.
Η εκσκαμμένη δεξαμενή διαπιστώθηκε ότι έχει διαρροή λόγω κακής υλικής ποιότητας.
An excavated tank can be beneficial for agriculture in dry regions.
Ο όρος "excavated tank" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρήσιμες προτάσεις που σχετίζονται με τη χρήση του μπορεί να είναι:
Η παλιά εκσκαμμένη δεξαμενή έγινε θεμέλιο του συστήματος άρδευσης.
Environmental regulations require proper maintenance of excavated tanks.
Οι περιβαλλοντικές κανονιστικές απαιτήσεις απαιτούν κατάλληλη συντήρηση των εκσκαμμένων δεξαμενών.
Excavated tanks are often used in construction sites for water management.
Η λέξη "excavated" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "excavatus", που σημαίνει "να αδειάσει ή να σκάψει". Η λέξη "tank" προέρχεται από την καταλανική λέξη "tanca", που αναφέρεται σε ένα κλειστό ή κομμένο μέρος.
Συνώνυμα: - Storage tank (δεξαμενή αποθήκευσης) - Reservoir (ταμιευτήρας)
Αντώνυμα: - Filled tank (γεμάτη δεξαμενή) - Overflowing tank (υπερχείλιση δεξαμενής)