Η λέξη "exceptional" είναι κυρίως επίθετο στη αγγλική γλώσσα. Χαρακτηρίζει κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη κατάσταση ή είναι ιδιαίτερα καλό.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σπανίως σε ουσιαστική μορφή, αναφορικά σε κάτι που είναι εξαιρετικό ή που ξεχωρίζει για κάποιο λόγο.
Η λέξη "exceptional" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι ή κάποιον που διαφέρει πολύ από το συνηθισμένο με θετικό τρόπο. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές ιδιαίτερων ικανοτήτων, προσόντων ή καταστάσεων.
Η λέξη "exceptional" είναι αρκετά συχνή στην αγγλική γλώσσα, ιδίως σε περιβάλλοντα όπως η εκπαίδευση, οι επαγγελματικές συστάσεις και η αξιολόγηση χαρακτηριστικών προσωπικότητας ή ικανότητας.
Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα τη συναντήσετε σε γραπτά κείμενα όπως αρθρογραφία, εκθέσεις, εκπαίδευση και επαγγελματικές προτάσεις.
Είναι μια εξαιρετική μαθήτρια.
The service provided was exceptional.
Η υπηρεσία που παρέχεται ήταν εξαιρετική.
They made an exceptional effort to help.
Η λέξη "exceptional" προέρχεται από το λατινικό "exceptionalis", που σημαίνει «εκτός της γενικής κατηγορίας». Ο όρος "excepio," από το οποίο προέρχεται, σημαίνει «λαμβάνω ή αρνούμαι κάτι» και αποτελεί την ρίζα που προέρχεται από το λατινικό "ex" (έξω) και "capere" (να πιάσω).