Excitation είναι ουσιαστικό.
/ɛkˈsaɪ.teɪ.ʃən/
Excitation αναφέρεται στην κατάσταση ή τη διαδικασία με την οποία κάτι ενεργοποιείται ή διεγείρεται. Στη φυσική και τη χημεία, μπορεί να αναφέρεται στην αύξηση της ενέργειας ενός συστήματος, όπως ένα ηλεκτρόνιο που μεταφέρεται σε υψηλότερη ενεργειακή κατάσταση. Στη γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διέγερση ή τον ενθουσιασμό που μπορεί να αισθάνεται κάποιος για μια κατάσταση ή γεγονός.
Χρησιμοποιείται σε επιστημονικά κείμενα, αλλά και σε καθημερινή ομιλία, αν και σπανίως. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα.
The scientist measured the level of excitation in the particles.
Ο επιστήμονας μέτρησε το επίπεδο διέγερσης των σωματιδίων.
There was great excitement and excitation among the students before the exam.
Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση και διέγερση μεταξύ των φοιτητών πριν από την εξέταση.
The chemical reaction was triggered by the excitation of the molecules.
Η χημική αντίδραση προκλήθηκε από τη διέγερση των μορίων.
Excitation of the community - Refers to the enthusiasm generated within a community.
The new project led to excitement of the community.
Το νέο έργο οδήγησε σε διέγερση της κοινότητας.
Excitation of the mind - Indicates a stimulated mental state.
The lecture provided excitement of the mind for all attendees.
Η διάλεξη παρείχε διέγερση του νου σε όλους τους παρευρισκόμενους.
State of excitation - A scientific term for a heightened energy state.
In quantum mechanics, particles often exist in a state of excitation.
Στη κβαντική μηχανική, τα σωματίδια συχνά υπάρχουν σε κατάσταση διέγερσης.
Controlled excitation - Often used in scientific contexts to denote a managed increase in energy or enthusiasm.
The researchers aimed for controlled excitation of the atoms.
Οι ερευνητές στόχευαν σε ελεγχόμενη διέγερση των ατόμων.
Η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη "excitare", που σημαίνει "να ξυπνήσει" ή "να διεγείρει", και το ελληνικό "excitare" που σημαίνει "να μετακινήσει".
Συνώνυμα: - stimulation (διέγερση) - arousal (ενθουσιασμός)
Αντώνυμα: - calmness (ηρεμία) - apathy (αδιαφορία)