Ρήμα
/ɪksˈkɔːriˌeɪt/
Η λέξη "excoriate" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της σφοδρής κριτικής ή καταδίκης κάποιου ή κάτι. Συχνά αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου οι κριτικές είναι αυστηρές ή απεριόριστα σφοδρές. Στην κυριολεκτική της έννοια, η λέξη μπορεί να αναφέρεται και στην απομάκρυνση του δέρματος.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα, όπως άρθρα ή κριτικές, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικές συζητήσεις, ιδίως σε επίσημα πλαίσια.
Ο κριτικός αποδοκίμασε την ταινία για την έλλειψη πρωτοτυπίας.
Many political analysts excoriated the government's response to the crisis.
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές επιπλήττουν την αντίδραση της κυβέρνησης στην κρίση.
After the scandal, the CEO was excoriated by the media.
Η λέξη "excoriate" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή σε κυριολεκτική χρήση όταν θέλουμε να εκφράσουμε έντονη κριτική ή αποδοκιμασία. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να κατακρίνεις κάποιον δημόσια μπορεί να βλάψει τη φήμη του.
The editorial excoriated the corruption within the organization.
Η επιφυλλίδα κατήγγειλε τη διαφθορά μέσα στην οργάνωση.
She excoriated the report as being fundamentally flawed.
Αυτή κατήγγειλε την έκθεση ως θεμελιωδώς ελαττωματική.
The teacher excoriated the students for their lack of preparation.
Ο καθηγητής επιπλήττει τους μαθητές για την έλλειψη προετοιμασίας τους.
In his speech, he excoriated the policies of the previous administration.
Η λέξη "excoriate" προέρχεται από το Λατινικό "excoriatus", που σημαίνει "να αφαιρεθεί το δέρμα". Η ρίζα "corium" αναφέρεται στο δέρμα, και το πρόθεμα "ex-" σημαίνει "έξω", "μακριά".
denounce
Αντώνυμα: