Ρήμα (noun)
/ɪkˈskɜrʒən/
Η λέξη "excursion" αναφέρεται σε μια σύντομη εκδρομή ή ταξίδι, συνήθως με σκοπό την αναψυχή ή τη μάθηση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια οργανωμένη επίσκεψη σε ένα μέρος, όπως ένα φυσικό ή πολιτιστικό αξιοθέατο. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης κυρίως σε περιγραφές ταξιδιών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.
Πήγαμε σε μία συναρπαστική εκδρομή στα βουνά το περασμένο Σαββατοκύριακο.
The school organized an excursion to the local museum for the students.
Το σχολείο διοργάνωσε μία εκδρομή στο τοπικό μουσείο για τους μαθητές.
During our vacation, we enjoyed a beautiful excursion to the seaside.
Η λέξη "excursion" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
Πάρτε μία ημερήσια εκδρομή.
Join us for an excursion this weekend!
Ελάτε μαζί μας για μία εκδρομή αυτό το Σαββατοκύριακο!
The excursion of a lifetime awaits you!
Η λέξη "excursion" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "excursio", που σημαίνει "έξοδος" ή "διαφυγή", και είναι σύνθετη του "excurrere" (εκ + τρέχω).
Συνώνυμα: - trip (ταξίδι) - jaunt (μικρή εκδρομή)
Αντώνυμα: - stay (παραμονή) - residence (διαμονή)
Αυτό το σύνολο πληροφοριών παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "excursion" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.