Ουσιαστικό (Noun)
/ɛɡˈzɒnədʒ ˈvaɪrəs/
Μια εξωγενής ιός αναφέρεται σε έναν ιό ο οποίος εισέρχεται στο σώμα από εξωτερικές πηγές, όπως μικρόβια, περιβάλλον ή επαφή με μολυσμένα άτομα ή αντικείμενα. Ήταν συνήθως συνδεδεμένος με λοιμώξεις που δεν είναι εγγενείς στο σώμα και μπορεί να προκαλέσει ασθένειες. Αυτού του είδους οι ιοί έχουν σίγουρα ρόλο στη διαχείριση ασθενειών και στην αντίσταση σε θεραπείες.
Η φράση "exogenous virus" χρησιμοποιείται κυρίως στον επιστημονικό και ιατρικό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη βιολογία, τη ιολογία και τη ιατρική έρευνα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως ακαδημαϊκά άρθρα και αναφορές.
The exogenous virus was identified as the cause of the outbreak.
Ο εξωγενής ιός ταυτοποιήθηκε ως η αιτία της επιδημίας.
Researchers are studying the effects of an exogenous virus on human cells.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις ενός εξωγενούς ιού στα ανθρώπινα κύτταρα.
Health officials tracked the spread of the exogenous virus through the community.
Οι υγειονομικοί υπεύθυνοι παρακολούθησαν την εξάπλωση του εξωγενούς ιού στην κοινότητα.
Η φράση "exogenous virus" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συσχετιστεί με ορισμένες προτάσεις που αναφέρονται στη ιατρική ή σε ερευνητικά πεδία. Να μερικές ιδέες:
The fight against exogenous viruses is critical in public health.
Ο αγώνας κατά των εξωγενών ιών είναι κρίσιμος για τη δημόσια υγεία.
Preventing the introduction of exogenous viruses can help contain infectious diseases.
Η πρόληψη της εισαγωγής εξωγενών ιών μπορεί να βοηθήσει στη συγκράτηση των μολυσματικών ασθενειών.
Vaccination programs are essential to defend against exogenous viruses.
Τα προγράμματα εμβολιασμού είναι απαραίτητα για να προφυλάξουν από εξωγενείς ιούς.
Η λέξη "exogenous" προέρχεται από τα ελληνικά "exō" (ἔξω - έξω) και "genes" (γένος - γέννηση ή προέλευση), που σημαίνει "προερχόμενος από έξω". Η λέξη "virus" προέρχεται από τα Λατινικά, όπου "virus" σημαίνει δηλητήριο ή δηλητηριώδη ουσία.
Συνώνυμα: - Ectogenous virus - External virus
Αντώνυμα: - Endogenous virus (ενδογενής ιός, που προέρχεται από μέσα)