Expansion piece: Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως ως ουσιαστικό.
/ɪkˈspænʃən piːs/
Ο όρος "expansion piece" αναφέρεται σε ένα πρόσθετο στοιχείο ή κομμάτι που προορίζεται να επεκτείνει ή να διευρύνει κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την κατασκευή, την τέχνη, τον σχεδιασμό προϊόντων και άλλες περιπτώσεις όπου απαιτείται η προσθήκη για να βελτιωθεί ή να επεκταθεί ένα υπάρχον αντικείμενο.
Είναι λιγότερο συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και προτιμάται σε τεχνικά ή επαγγελματικά κείμενα.
Ο σχεδιαστής περιέλαβε ένα κομμάτι επέκτασης για να βελτιώσει τη λειτουργικότητα του τραπεζιού.
This toy comes with an expansion piece for added fun.
Ο όρος "expansion piece" δεν είναι συνηθισμένος σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε συγκεκριμένα επαγγελματικά πλαίσια. Εδώ είναι κάποιες προτάσεις που δίνουν έμφαση στην έννοια της επέκτασης:
"Η προσθήκη ενός κομματιού επέκτασης στο έργο σας θα το οδηγήσει σε ένα νέο επίπεδο."
"Every successful product has an expansion piece that improves its marketability."
"Κάθε επιτυχές προϊόν έχει ένα κομμάτι επέκτασης που βελτιώνει την εμπορικότητά του."
"We are launching the expansion piece next month to boost our sales."
Η λέξη "expansion" προέρχεται από το λατινικό "expansio," που σημαίνει "επέκταση". Το "piece" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "pice," η οποία σημαίνει "κομμάτι."
Συνώνυμα - Addition piece - Extension component
Αντώνυμα - Reducing piece - Contraction part
Αυτή η αναλυτική προσέγγιση παρέχει μια πλήρη κατανόηση του όρου "expansion piece," τη χρήση του και τη σημασία σε διαφορετικά πλαίσια.