Η λέξη "expectance" αναφέρεται στην κατάσταση ή στο συναίσθημα της αναμονής ή της προσδοκίας για κάτι που πιστεύεται ότι θα συμβεί. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή ομιλία και έχει περισσότερο ακαδημαϊκό ή λογοτεχνικό χαρακτήρα. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο παρά στο προφορικό.
Η αναμονή της για επιτυχία ήταν αισθητή.
The expectance in the crowd grew as the showtime approached.
Η προσδοκία στο πλήθος αυξανόταν καθώς πλησίαζε η ώρα της παράστασης.
In a state of expectance, she awaited the results of the exam.
Η λέξη "expectance" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με καταστάσεις προσδοκίας ή ελπίδας. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες φράσεις που τονίζουν τη σημασία της προσδοκίας:
"Ζήσε σε κατάσταση προσδοκίας."
"The expectance of a bright future can motivate us."
"Η προσδοκία ενός φωτεινού μέλλοντος μπορεί να μας παρακινήσει."
"She approached her goals with a sense of expectance."
"Πλησίασε τους στόχους της με αίσθηση προσδοκίας."
"His expectance that things would change kept him hopeful."
"Η προσδοκία του ότι θα αλλάξουν τα πράγματα τον κράτησε ελπιδοφόρο."
"In moments of expectance, we often find clarity."
Η λέξη "expectance" προέρχεται από το Λατινικό "expectantia," που συνδυάζει το ρήμα "expectare," το οποίο σημαίνει "να περιμένω" ή "να αναμένω."