"Expenditure account" είναι ένα ουσιαστικό.
/ɪkˈspɛndɪtʃər əˈkaʊnt/
Ο όρος "expenditure account" αναφέρεται σε έναν τραπεζικό ή λογιστικό λογαριασμό που καταγράφει τις δαπάνες μιας οργάνωσης ή ατόμου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικές και λογιστικές αναφορές για την παρακολούθηση και ανάλυση των εξόδων. Αποτυπώνει πληροφορίες σχετικά με το πού και πώς ξοδεύονται τα χρήματα, προκειμένου να υπάρχει καλύτερη διαχείριση των οικονομικών.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως στις οικονομικές αναφορές ή στους λογαριασμούς. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς σχετίζεται κυρίως με τις οικονομικές και λογιστικές σφαίρες.
Η εταιρεία ερεύνησε τον λογαριασμό δαπανών της για να εντοπίσει περιοχές για μείωση κόστους.
Each department must submit their expenditure account at the end of the fiscal year.
Κάθε τμήμα πρέπει να υποβάλει τον λογαριασμό δαπανών του στο τέλος του οικονομικού έτους.
An accurate expenditure account helps in budgeting for future projects.
Ο όρος "expenditure account" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες βασικές χρηματοοικονομικές έννοιες. Ακολουθούν κάποιες φράσεις με σχετικές έννοιες:
"Η παρακολούθηση των λογαριασμών δαπανών σας είναι κρίσιμη για την οικονομική υγεία."
"After a thorough audit of the expenditure account, the financial team proposed a new budget strategy."
"Μετά από έναν λεπτομερή έλεγχο του λογαριασμού δαπανών, η οικονομική ομάδα πρότεινε μια νέα στρατηγική προϋπολογισμού."
"The expenditure account revealed unexpected overspending in the marketing department."
Η λέξη "expenditure" προέρχεται από το λατινικό "expendere", που σημαίνει "να ξοδέψει". Ο όρος "account" προέρχεται από το γαλλικό "compte" που σημαίνει "λογαριασμός".
Συνώνυμα: - Expense account - Cost account
Αντώνυμα: - Revenue account - Income account