expenditure account - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

expenditure account (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Expenditure account" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

/ɪkˈspɛndɪtʃər əˈkaʊnt/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "expenditure account" αναφέρεται σε έναν τραπεζικό ή λογιστικό λογαριασμό που καταγράφει τις δαπάνες μιας οργάνωσης ή ατόμου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικές και λογιστικές αναφορές για την παρακολούθηση και ανάλυση των εξόδων. Αποτυπώνει πληροφορίες σχετικά με το πού και πώς ξοδεύονται τα χρήματα, προκειμένου να υπάρχει καλύτερη διαχείριση των οικονομικών.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως στις οικονομικές αναφορές ή στους λογαριασμούς. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς σχετίζεται κυρίως με τις οικονομικές και λογιστικές σφαίρες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The company reviewed its expenditure account to identify areas for cost reduction.
  2. Η εταιρεία ερεύνησε τον λογαριασμό δαπανών της για να εντοπίσει περιοχές για μείωση κόστους.

  3. Each department must submit their expenditure account at the end of the fiscal year.

  4. Κάθε τμήμα πρέπει να υποβάλει τον λογαριασμό δαπανών του στο τέλος του οικονομικού έτους.

  5. An accurate expenditure account helps in budgeting for future projects.

  6. Ένας ακριβής λογαριασμός δαπανών βοηθά στη δημιουργία προϋπολογισμού για μελλοντικά έργα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Ο όρος "expenditure account" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες βασικές χρηματοοικονομικές έννοιες. Ακολουθούν κάποιες φράσεις με σχετικές έννοιες:

  1. "Keeping track of your expenditure accounts is crucial for financial health."
  2. "Η παρακολούθηση των λογαριασμών δαπανών σας είναι κρίσιμη για την οικονομική υγεία."

  3. "After a thorough audit of the expenditure account, the financial team proposed a new budget strategy."

  4. "Μετά από έναν λεπτομερή έλεγχο του λογαριασμού δαπανών, η οικονομική ομάδα πρότεινε μια νέα στρατηγική προϋπολογισμού."

  5. "The expenditure account revealed unexpected overspending in the marketing department."

  6. λογαριασμός δαπανών αποκάλυψε αναπάντεχη υπερβολική δαπάνη στο τμήμα μάρκετινγκ."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "expenditure" προέρχεται από το λατινικό "expendere", που σημαίνει "να ξοδέψει". Ο όρος "account" προέρχεται από το γαλλικό "compte" που σημαίνει "λογαριασμός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Expense account - Cost account

Αντώνυμα: - Revenue account - Income account



25-07-2024