Ρήμα (ως επίθετο και ουσιαστικό)
/ˈɛkspɜːrt/
Η λέξη "expert" αναφέρεται σε κάποιον που έχει εκτενή γνώση ή δεξιότητες σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή θέμα. Μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει επαγγελματική κατάρτιση ή εμπειρία σε κάποια ειδικότητα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά η χρήση της σε γραπτό λόγο είναι πιο συχνή σε επίσημα ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Αυτή είναι ειδική στην πληροφορική.
The expert gave a fascinating lecture on climate change.
Ο ειδικός έκανε μια συναρπαστική διάλεξη για την κλιματική αλλαγή.
They hired an expert to help with the project.
Η λέξη "expert" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι ειδικός στην επίλυση πολύπλοκων μαθηματικών προβλημάτων.
Look to someone as an expert
To regard someone as a reliable source of knowledge or information.
Πολλοί μαθητές βλέπουν τους καθηγητές τους ως ειδικούς στα μαθήματά τους.
Expert advice
Professional recommendations or guidance offered by someone with expertise.
Πάντα να ζητάτε ειδικές συμβουλές πριν κάνετε μια επένδυση.
Expert opinion
A judgment or viewpoint from someone with in-depth knowledge in a certain field.
Η λέξη "expert" προέρχεται από τα λατινικά "expertus," που σημαίνει "γνωρίζω, έχω πείρα" (από το "experiri," που σημαίνει "δοκιμάζω"). Καθ 'όλη τη διάρκεια της ιστορίας, έχει διατηρήσει τον πυρήνα της σημασίας της σχετικά με την εμπειρία και την γνώση.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "expert" στην αγγλική γλώσσα, τη σημασία της και τη χρήση της.