Επίθετο
/ɪkˈsplɪkətɪv/
Η λέξη "explicative" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που παρέχει εξηγήσεις ή διευκρινίσεις, συχνά σε σχέση με πληροφορίες ή στοιχεία που μπορεί να χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση ή κατανόηση. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά συναντάται κυρίως σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς δεν είναι τόσο καθημερινή όσο άλλες λέξεις.
Ο δάσκαλος παρείχε μια επεξηγηματική σημείωση για να διευκρινίσει το πολύπλοκο θέμα.
His explicative approach made the presentation much easier to understand.
Η επεξηγηματική προσέγγιση του έκανε την παρουσίαση πολύ πιο εύκολη στη κατανόηση.
In her essay, she included explicative diagrams to illustrate her points.
Παρόλο που η λέξη "explicative" δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις με ακαδημαϊκό ύφος:
Το επεξηγηματικό πλαίσιο της θεωρίας βοήθησε τους αναγνώστες να κατανοήσουν τις κύριες έννοιες.
An explicative summary was included at the end of the report to reinforce the findings.
Μια επεξηγηματική σύνοψη συμπεριλήφθηκε στο τέλος της έκθεσης για να ενισχύσει τα ευρήματα.
The researchers adopted an explicative model to analyze the data effectively.
Οι ερευνητές υιοθέτησαν ένα επεξηγηματικό μοντέλο για να αναλύσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα.
Her explicative remarks during the discussion were well-received by the audience.
Η λέξη "explicative" προέρχεται από τη λατινική λέξη "explicare," που σημαίνει "να εξηγήσω" ή "να ξεδιπλώσω." Ο σχηματισμός της λέξης είναι επίσης σχετικός με τη λέξη "explain," που μοιράζεται την ίδια ρίζα.
Συνώνυμα: - explanatory - elucidative
Αντώνυμα: - confusing - unclear