Η φράση "exploration license" αναφέρεται σε επίσημη άδεια που χορηγείται σε ένα άτομο ή σε μια εταιρεία ώστε να διεξάγει έρευνες και εξερευνήσεις σε μια συγκεκριμένη περιοχή για πόρους, όπως ορυκτά, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Οι άδειες αυτές είναι συνήθως ρυθμιζόμενες από κυβερνητικούς φορείς και προϋποθέτουν ότι οι δραστηριότητες γίνονται σύμφωνα με περιβαλλοντικούς κανόνες και κανονισμούς.
Η εταιρεία υπέβαλε αίτηση για άδεια εξερεύνησης για να ξεκινήσει γεώτρηση στην περιοχή.
Obtaining an exploration license can be a lengthy process due to regulatory requirements.
Η απόκτηση άδειας εξερεύνησης μπορεί να είναι μια χρονοβόρα διαδικασία λόγω κανονιστικών απαιτήσεων.
The government issued several exploration licenses for natural gas extraction.
Η φράση "exploration license" δεν αποτελεί συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με κάποιες σχετικές φράσεις στον τομέα της βιομηχανίας και της γεωλογίας:
Η κατοχή άδειας εξερεύνησης μας δίνει το δικαίωμα πρόσβασης στη γη.
"Without an exploration license, any drilling would be illegal."
Χωρίς άδεια εξερεύνησης, οποιαδήποτε γεώτρηση θα ήταν παράνομη.
"The costs associated with obtaining an exploration license can be substantial."
Οι δαπάνες που συνδέονται με την απόκτηση άδειας εξερεύνησης μπορεί να είναι σημαντικές.
"Exploration licenses are necessary for companies looking to tap into new resource markets."
Η λέξη "exploration" προέρχεται από το λατινικό "exploratio," που σημαίνει "εξερεύνηση." Ο όρος "license" προέρχεται από το λατινικό "licentia," που σημαίνει "άδεια" ή "ελευθερία."
Research license (Άδεια έρευνας)
Αντώνυμα: