Ουσιαστικό
/ɪkˈsplɔːər/
Η λέξη "explorer" αναφέρεται σε ένα άτομο που ερευνά άγνωστες περιοχές ή περιοχές που δεν έχουν εξερευνηθεί πλήρως. Οι εξερευνητές μπορεί να είναι επιστήμονες, γεωγράφοι ή μέλη αποστολών που αναζητούν νέες γνώσεις, πολιτισμούς, πόρους ή να απλώς θέλουν να ανακαλύψουν νέες τοποθεσίες. Χρησιμοποιείται συχνά και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, με ιδιαίτερη συχνότητα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά κείμενα.
The explorer set sail for uncharted islands in the Pacific.
(Ο εξερευνητής απέπλευσε για άγνωστες νησίδες στον Ειρηνικό.)
Many historical explorers have changed the map of the world.
(Πολλοί ιστορικοί εξερευνητές έχουν αλλάξει τον χάρτη του κόσμου.)
As an explorer, she hoped to discover new species of plants.
(Ως εξερευνήτρια, ελπίζε να ανακαλύψει νέα είδη φυτών.)
Η λέξη "explorer" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμβολίζει την ανακάλυψη και την αποδοχή του αγνώστου.
The world is a playground for any true explorer.
(Ο κόσμος είναι μια παιδική χαρά για κάθε αληθινό εξερευνητή.)
Every explorer must face their fears to find treasure.
(Κάθε εξερευνητής πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους του για να βρει τον θησαυρό.)
In every city, there’s a hidden treasure waiting for an explorer to find it.
(Σε κάθε πόλη, υπάρχει ένας κρυμμένος θησαυρός που περιμένει να τον βρει ένας εξερευνητής.)
Being an explorer is more about the journey than the destination.
(Το να είσαι εξερευνητής έχει περισσότερο να κάνει με το ταξίδι παρά με τον προορισμό.)
The explorer in him always sought out the unusual and unexplored.
(Ο εξερευνητής μέσα του πάντα αναζητούσε το ασυνήθιστο και το ανεξερεύνητο.)
Η λέξη "explorer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "explorare," που σημαίνει "να εξετάσω" ή "να ανακαλύψω". Το "explorare" προέρχεται από την ένωση του "ex-" (εκτός) και "plorare" (να φωνάζω ή να αποκαλύπτω).
Συνώνυμα: - ανακριτής - εξερευνητής - ερευνητής
Αντώνυμα: - παρατηρητής - καθημερινός άνθρωπος - κάποιος που αποφεύγει την περιπέτεια