Υποψήφιο/φράση: "exponential curve"
Μέρος του λόγου: Όρος (φράση)
Φωνητική μεταγραφή: /ɛkˈspəʊnɛnʃəl kɜːrv/
Η "exponential curve" αναφέρεται σε μια καμπύλη που περιγράφει μια εκθετική σχέση, συνήθως σε μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φαινόμενα που αυξάνονται ή μειώνονται με ρυθμό που είναι ανάλογος της τρέχουσας τιμής τους, παραδείγματος χάριν, η αύξηση του πληθυσμού, η εκθετική ανάπτυξη βακτηρίων ή η διάδοση ιών.
Η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συνηθισμένη σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά πλαίσια, καθώς περιγράφει μια συγκεκριμένη μαθηματική έννοια.
"Η εκθετική καμπύλη απεικονίζει την ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά την τελευταία δεκαετία."
"In mathematics, an exponential curve can represent population growth."
"Στα μαθηματικά, μια εκθετική καμπύλη μπορεί να αναπαραστήσει την αύξηση του πληθυσμού."
"Economists often analyze the exponential curve to predict future market trends."
Το "exponential" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ταχύτητα ή αύξηση.
"Η ζήτηση για διαδικτυακές υπηρεσίες έχει αυξηθεί εκθετικά."
"His knowledge of the subject has grown at an exponential rate."
"Η γνώση του για το θέμα έχει αναπτυχθεί με εκθετικό ρυθμό."
"The team’s performance improved exponentially after the new coach arrived."
"Η απόδοση της ομάδας βελτιώθηκε εκθετικά μετά την άφιξη του νέου προπονητή."
"Exponential growth in technology has changed our daily lives significantly."
Ο όρος "exponential" προέρχεται από τη λέξη "exponent" (εκθέτης), που προέρχεται από τα Λατινικά "exponere", το οποίο σημαίνει "να βάλω έξω, να εκθέσω". Η λέξη "curve" προέρχεται από τη Λατινική "curva", που σημαίνει "καμπύλη".
Συνώνυμα: - Exponential function (εκθετική συνάρτηση) - Rapid growth curve (καμπύλη ταχείας ανάπτυξης)
Αντώνυμα: - Linear curve (γραμμική καμπύλη) - Constant function (σταθερή συνάρτηση)