Substantive (ουσιαστικό)
/ɛkspəˈzoʊʃən hɔl/
Η φράση "exposition hall" αναφέρεται σε έναν χώρο ή αίθουσα που χρησιμοποιείται για εκθέσεις, εμπορικές εκθέσεις ή άλλα γεγονότα όπου παρουσιάζονται προϊόντα, έργα τέχνης, ή πληροφορίες σε ένα επιλεγμένο κοινό. Αυτές οι αίθουσες είναι συχνά μεγάλες και επιτρέπουν στους επισκέπτες να περιηγηθούν ανάμεσα σε διάφορους εκθέτες.
Η χρήση της φράσης είναι γενικά πιο συχνή στο γραπτό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε καταλόγους, διαφημιστικά φυλλάδια και επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με εκθέσεις και γεγονότα. Στον προφορικό λόγο, η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνομιλίες σχετικά με τις εκδηλώσεις.
The conference will be held in the exposition hall next month.
(Η διάσκεψη θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα έκθεσης τον επόμενο μήνα.)
She organized an art show in the exposition hall downtown.
(Οργάνωσε μια έκθεση τέχνης στην αίθουσα έκθεσης στο κέντρο της πόλης.)
Visitors flocked to the exposition hall to see the new technology.
(Οι επισκέπτες σωρεύτηκαν στην αίθουσα έκθεσης για να δουν τη νέα τεχνολογία.)
Η φράση "exposition hall" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν "hall" μπορεί να αναφέρονται σε εκδηλώσεις ή περιβάλλοντα που σχετίζονται με παρουσίαση ή έκθεση.
"The hall was buzzing with excitement during the exposition."
(Η αίθουσα ήταν γεμάτη ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια της έκθεσης.)
"We need to set up the booths in the exposition hall before guests arrive."
(Πρέπει να στήσουμε τις περιπτεριακές εγκαταστάσεις στην αίθουσα έκθεσης πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.)
"Attendees were amazed by the displays set up in the exposition hall."
(Οι συμμετέχοντες ήταν έκπληκτοι από τις προβολές που είχαν στηθεί στην αίθουσα έκθεσης.)
Η λέξη "exposition" προέρχεται από το λατινικό "expositio", που σημαίνει "παρουσίαση" ή "εισαγωγή". Η λέξη "hall" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "hal", που σημαίνει "μεγάλος χώρος" ή "αίθουσα".
Συνώνυμα: - Exhibition space (χώρος έκθεσης) - Conference hall (αίθουσα συνεδρίων)
Αντώνυμα: - Closed room (κλειστή αίθουσα) - Private space (ιδιωτικός χώρος)