Exposure rate (ως φράση) είναι ουσιαστικό, ενώ το dosage είναι επίσης ουσιαστικό.
Exposure rate: /ɪkˈspoʊʒər reɪt/
Dosage: /ˈdoʊsɪdʒ/
Συχνότητα χρήσης: Τα παραπάνω δύο terms είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενα σε επιστημονικά, ιατρικά και τεχνικά γραπτά παρά στον προφορικό λόγο.
The exposure rate to radiation was measured carefully.
Ο ρυθμός έκθεσης στην ακτινοβολία μετρήθηκε προσεκτικά.
The physician adjusted the dosage based on the patient's weight.
Ο γιατρός ρύθμισε τη δοσολογία με βάση το βάρος του ασθενούς.
Continuous monitoring of the exposure rate is essential in laboratories.
Η συνεχής παρακολούθηση του ρυθμού έκθεσης είναι απαραίτητη σε εργαστήρια.
Δεν υπάρχουν πολλοί ιδιωματικοί όροι που να περιλαμβάνουν άμεσα τις φράσεις "exposure rate" και "dosage," αλλά οι έννοιές τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σύγχρονα ιατρικά και φαρμακευτικά συμφραζόμενα.
The exposure rate should never exceed safety limits.
Ο ρυθμός έκθεσης δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τα όρια ασφαλείας.
Adjusting the dosage can significantly enhance treatment outcomes.
Η ρύθμιση της δοσολογίας μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τα αποτελέσματα της θεραπείας.
In environments with high exposure rates, protective gear is mandatory.
Σε περιβάλλοντα με υψηλούς ρυθμούς έκθεσης, η προστατευτική ατομική εξάρτηση είναι υποχρεωτική.
Exposure Rate: - Συνώνυμα: rate of exposure, exposure level - Αντώνυμα: protection level, safety limit
Dosage: - Συνώνυμα: dose, quantity - Αντώνυμα: overdose (σε αρνητική έννοια, όπως η υπερδοσολογία)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της φράσης "exposure dosage rate", προσιτή και κατανοητή.