Ρήμα (adjective)
/ɪkˈsprɛʃənləs/
Η λέξη "expressionless" αναφέρεται σε κατάσταση ή πρόσωπο που δεν εκφράζει συναισθήματα ή αισθήματα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα πρόσωπο που έχει ουδέτερη ή ανύπαντρη έκφραση, χωρίς να δείχνει φόβο, χαρά, λύπη ή άλλα συναισθήματα. Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε ανεπίσημα συμφραζόμενα.
Ο ηθοποιός παρέμεινε άτονος κατά τη διάρκεια της έντονης σκηνής.
Her expressionless face made it hard to tell how she felt.
Το χωρίς έκφραση πρόσωπό της έκανε δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς αισθάνεται.
He stared at the painting with an expressionless look.
Η λέξη "expressionless" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει ανθρώπους ή καταστάσεις όπου η έλλειψη έκφρασης είναι αξιοσημείωτη:
Ένα βλέμμα χωρίς έκφραση μπορεί να είναι ανασταλτικό σε μια συνομιλία.
She gave him an expressionless nod that said nothing.
Του έδωσε μια χωρίς έκφραση κίνηση καταλλαγής που δεν έλεγε τίποτα.
He often wears an expressionless mask in public.
Συχνά φοράει μια άτονη μάσκα δημοσίως.
The presentation was met with expressionless faces from the audience.
Η παρουσίαση συναντήθηκε με πρόσωπα χωρίς έκφραση από το κοινό.
An expressionless response can sometimes mean disinterest.
Η λέξη "expressionless" προέρχεται από τη λέξη "expression" (έκφραση) με το πρόθεμα "less" που σημαίνει "χωρίς". Η "expression" προέρχεται από το λατινικό "expressio", που σημαίνει "έκφραση, παρουσίαση".
Συνώνυμα: - unemotional (χωρίς συναισθήματα) - impassive (αποστασιοποιημένος)
Αντώνυμα: - expressive (εκφραστικός) - animated (ζωντανός)