Επίθετο (Adjective)
/ɪkˈsprɛsɪv/
Η λέξη "expressive" χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που εκφράζει έντονα ή καθαρά συναισθήματα, σκέψεις ή ιδέες. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα, τέχνη, γλώσσα ή συμπεριφορές που δείχνουν ή μεταδίδουν συναισθηματική ένταση. Υπάρχει υψηλή συχνότητα χρήσης της λέξης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
The artist's work is very expressive.
Το έργο του καλλιτέχνη είναι πολύ εκφραστικό.
She has an expressive face that reveals her emotions.
Έχει ένα εκφραστικό πρόσωπο που αποκαλύπτει τα συναισθήματά της.
The music was so expressive that it moved the audience to tears.
Η μουσική ήταν τόσο εκφραστική που συγκίνησε το κοινό μέχρι δακρύων.
Example: Her poetry is very expressive of her feelings about life.
Η ποίησή της είναι πολύ εκφραστική για τα συναισθήματά της σχετικά με τη ζωή.
Expressive eyes
Example: He has expressive eyes that communicate his thoughts without words.
Έχει εκφραστικά μάτια που επικοινωνούν τις σκέψεις του χωρίς λόγια.
Expressive art
Example: The gallery showcases expressive art that challenges the viewer's perspective.
Η γκαλερί παρουσιάζει εκφραστική τέχνη που προκάλει την προοπτική του θεατή.
Expressive language
Η λέξη "expressive" προέρχεται από τη λατινική λέξη "expressivus", η οποία σημαίνει "αυτό που εκφράζει" και προέρχεται από το ρήμα "exprimere", που σημαίνει "να πιέζω έξω, να εκφράζω".
Συνώνυμα: - Eloquent - Demonstrative - Emotional
Αντώνυμα: - Inexpressive - Unemotional - Indifferent