Η λέξη "exteriorize" σημαίνει να κάνει κάτι εξωτερικό ή ορατό, κάνοντάς το να φανερωθεί ή να εκφραστεί εξωτερικά. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την έκφραση συναισθημάτων ή σκέψεων προς τα έξω. Στη σύγχρονη χρήση, μπορεί να αναφέρεται στην ψυχολογία ή σε άλλες επιστήμες όπου η εσωτερική κατάσταση ή τα συναισθήματα γίνονται ορατά. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως άρθρα και βιβλία, σε σύγκριση με προφορικές συζητήσεις.
People often exteriorize their feelings to better connect with others.
Οι άνθρωποι συχνά εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους για να συνδεθούν καλύτερα με τους άλλους.
The artist finds ways to exteriorize her emotions through her paintings.
Η καλλιτέχνης βρίσκει τρόπους να εξωτερικεύει τα συναισθήματά της μέσα από τους πίνακές της.
Η λέξη "exteriorize" δεν έχει πολύ διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές εκφράσεις που σχετίζονται με την έκφραση και τη συναισθηματική κατάσταση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
He learned to exteriorize his thoughts instead of keeping them bottled up.
Έμαθε να εξωτερικεύει τις σκέψεις του αντί να τις κρατάει κλεισμένες.
Therapy helped her exteriorize her inner struggles.
Η θεραπεία την βοήθησε να εξωτερικεύσει τους εσωτερικούς της αγώνες.
In drama class, we are encouraged to exteriorize our characters' emotions.
Στην τάξη θεάτρου, ενθαρρυνόμαστε να εξωτερικεύουμε τα συναισθήματα των χαρακτήρων μας.
Some people exteriorize their stress through physical activity.
Κάποιοι άνθρωποι εξωτερικεύουν το άγχος τους μέσω της σωματικής δραστηριότητας.
Η λέξη "exteriorize" προέρχεται από το λατινικό "exterior", που σημαίνει "εξωτερικός" και το ρήμα "ize", που υποδηλώνει την πράξη του να γίνει κάτι. Η έννοια του "exterior" συνδυάζεται με την ιδέα της δημιουργίας ή έκφρασης ενός εσωτερικού γεγονότος προς τα έξω.
αποκαλύπτω
Αντώνυμα: