External income είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ɪkˈstɜrnəl ˈɪnkʌm/
Η φράση "external income" αναφέρεται στα έσοδα που προέρχονται από πηγές εκτός μιας συγκεκριμένης οργάνωσης, επιχείρησης ή άτομου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει έσοδα από επενδύσεις, ενοίκια, ή άλλες πηγές που δεν σχετίζονται άμεσα με την κύρια δραστηριότητα του οργανισμού ή του ατόμου.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα των οικονομικών και των επιχειρήσεων για να περιγράψει έσοδα που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες. Είναι συχνά πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές αναφορές, ετήσιες εκθέσεις και αναλύσεις.
The company's external income increased significantly last year.
Το εξωτερικό εισόδημα της εταιρείας αυξήθηκε σημαντικά πέρυσι.
Investors are always looking for ways to diversify their external income streams.
Οι επενδυτές αναζητούν πάντα τρόπους να διαφοροποιήσουν τα κανάλια εξωτερικού εισοδήματος τους.
External income can provide financial stability during economic downturns.
Το εξωτερικό εισόδημα μπορεί να προσφέρει οικονομική σταθερότητα κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων.
Η φράση "external income" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε συσχετιζόμενες εκφράσεις που αναφέρονται στα έσοδα ή τις πηγές χρημάτων.
Ωστόσο, μπορώ να παρέχω μερικές σχετικές προτάσεις με τη λέξη "income":
1. Having multiple sources of income is a smart financial strategy.
Η ύπαρξη πολλών πηγών εισοδήματος είναι μια έξυπνη οικονομική στρατηγική.
Passive income can help you achieve financial freedom.
Το παθητικό εισόδημα μπορεί να σας βοηθήσει να πετύχετε οικονομική ελευθερία.
It's important to track your income for budgeting purposes.
Είναι σημαντικό να παρακολουθείτε το εισόδημά σας για σκοπούς προϋπολογισμού.
Η λέξη "external" προέρχεται από το λατινικό "externus" που σημαίνει "έξω, εξωτερικός", ενώ η λέξη "income" προέρχεται από το λατινικό "incomere", που σημαίνει "να φτάνει μέσα, να εισέρχεται".
Συνώνυμα: - Outsourced revenue (εξωτερικά έσοδα) - Additional income (επιπλέον εισόδημα)
Αντώνυμα: - Internal income (εσωτερικό εισόδημα) - Primary revenue (κύριο έσοδο)