Το "extirpator" είναι ουσιαστικό.
/ɛkˈstɜːrpeɪtər/
Η λέξη "extirpator" αναφέρεται σε ένα άτομο ή κάτι που εκριζώνει ή απομακρύνει ριζικά κάτι, συνήθως από το έδαφος ή από μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί και σε άλλες καταστάσεις όπου κάτι αφαιρείται ολοσχερώς. Η χρήση της λέξης δεν είναι συχνή στην καθημερινή ομιλία και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά.
The gardener hired an extirpator to remove the invasive plants from the garden.
Ο κηπουρός προσέλαβε έναν εκριζωτή για να αφαιρέσει τα εισβολικά φυτά από τον κήπο.
An extirpator of weeds is essential for maintaining a healthy crop.
Ένας εκριζωτής ζιζανίων είναι απαραίτητος για τη διατήρηση μιας υγιούς καλλιέργειας.
The scientist acted as an extirpator for the harmful species in the ecosystem.
Ο επιστήμονας ενήργησε ως εκριζωτής για τα επιβλαβή είδη στο οικοσύστημα.
Η λέξη "extirpator" δεν έχει πολλές συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την εκρίζωση ή την απομάκρυνση αρνητικών επιρροών:
He considered himself an extirpator of negativity in his life.
Θεωρεί τον εαυτό του εκριζωτή της αρνητικότητας στη ζωή του.
As an extirpator of bad habits, she worked hard to change her lifestyle.
Ως εκριζωτής κακών συνηθειών, εργαζόταν σκληρά για να αλλάξει τον τρόπο ζωής της.
The community viewed him as an extirpator of corruption.
Η κοινότητα τον έβλεπε ως εκριζωτή της διαφθοράς.
Η λέξη "extirpator" προέρχεται από τη λατινική λέξη "extirpator", που σημαίνει "αυτός που εκριζώνει", και συνδυάζει το "ex-" (έξω) και "stirpare" (να εκριζώσεις).
Συνώνυμα: - εκριζωτής - εξολοθρευτής - αποσυρτής
Αντώνυμα: - φυτευτής - υποστηρικτής - διατηρητής