Επίθετο (Adjective)
/ˌɛkstrəˈkænɪkəl/
Η λέξη "extracanonical" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κείμενα ή στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στον επίσημο κανόνα ή τη συλλογή (όπως τα κείμενα της Βίβλου ή άλλα γραπτά). Περιγράφει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τα αποδεκτά ή τα αναγνωρισμένα από τη θρησκεία ή τις επίσημες εξουσίες.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα και έχει σχετικά χαμηλή συχνότητα χρήσης. Συνήθως συναντάται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως σε βιβλία ή άρθρα, παρά στον προφορικό λόγο.
Πολλοί μελετητές εξετάζουν τα εξωκανονικά κείμενα για να αποκτήσουν μια εικόνα των πρώιμων θρησκευτικών πεποιθήσεων.
The extracanonical writings often provide a different perspective on historical events.
Η λέξη "extracanonical" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που σχετίζονται με τη θρησκεία ή την ακαδημαϊκή μελέτη:
Η συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία έξω από τον κανόνα αποκαλύπτει πολλά για την πολιτιστική και θεολογική ποικιλία.
Exploring extracanonical narratives can enrich our understanding of the faith's history.
Η εξερεύνηση εξωκανονικών αφηγήσεων μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόησή μας για την ιστορία της πίστης.
The extracanonical nature of some texts challenges traditional religious views.
Η λέξη "extracanonical" προέρχεται από τα λατινικά "extra" που σημαίνει "έξω από" και "canonical" που σχετίζεται με "κανόνας". Η σύνθεσή τους δηλώνει κάτι που βρίσκεται έξω από τον κανόνα ή το κανονικό.
Συνώνυμα: - μη κανονικός - εξωθημένος
Αντώνυμα: - κανονικός - εγκεκριμένος