Επίθετο
/ɛkstrəˈkɔːrpərəl/
Η λέξη "extracorporal" αναφέρεται σε διαδικασίες ή στοιχεία που διαδραματίζονται ή χρησιμοποιούνται έξω από το σώμα, συνήθως σε ιατρικά ή βιολογικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική για να περιγράψει τεχνολογίες ή διαδικασίες που αφορούν τη διάγνωση ή τη θεραπεία που δεν γίνονται εντός του σώματος.
Η λέξη "extracorporal" χρησιμοποιείται συχνότερα σε ιατρικά και βιοϊατρικά κείμενα, συνεπώς η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο από ότι στον προφορικό λόγο.
Οι εξωσωματικές διαδικασίες έχουν επαναστατήσει τη χειρουργική καρδιάς.
The extracorporal circulation system is vital during complex surgeries.
Το εξωσωματικό σύστημα κυκλοφορίας είναι ζωτικής σημασίας κατά τη διάρκεια σύνθετων χειρουργείων.
Researchers are developing extracorporal technology to assist with organ transplants.
Η λέξη "extracorporal" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται χρησιμοποιήσεις της σε σχέσεις με το ιατρικό πεδίο:
Η εξωσωματική θεραπεία με κραδασμούς χρησιμοποιείται συχνά για τη θεραπεία των νεφρικών λίθων.
During extracorporal membrane oxygenation, blood is oxygenated outside the body.
Κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής μεμβρανικής οξυγόνωσης, το αίμα οξυγόνεται εκτός του σώματος.
Advancements in extracorporal technology are helping to improve recovery times.
Οι εξελίξεις στην εξωσωματική τεχνολογία βοηθούν στη βελτίωση των χρόνων ανάρρωσης.
The study of extracorporal procedures provides insight into new surgical techniques.
Η λέξη "extracorporal" προέρχεται από την ένωση του προθέματος "extra-" (που σημαίνει "έξω από") και της λέξης "corpus" (που προέρχεται από τα Λατινικά και σημαίνει "σώμα"). Έτσι, η λέξη σημαίνει κυριολεκτικά "έξω από το σώμα".
Συνώνυμα - εξωσωματικός - εξωσωματική
Αντώνυμα - ενδοσωματικός - εσωτερικός
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν την κατανόηση της λέξης "extracorporal" σε διάφορες πτυχές της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.