Επίθετο
/ˌɛkstrəˈprɒvɪnʃəl/
Η λέξη "extraprovincial" αναφέρεται σε κάτι που προέρχεται ή σχετίζεται με εξωτερικές περιοχές ή περιφέρειες, συνήθως εκτός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής ή πολιτικής ενότητας. Χρησιμοποιείται σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα για να περιγράψει την κατάσταση ή το χαρακτηριστικό μη-περιφερειακού χαρακτήρα.
Η λέξη "extraprovincial" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινότητα, και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε συγγράμματα νομικών ή πολιτικών κειμένων παρά στη συνηθισμένη προφορική ή γραπτή ομιλία.
Η εξω-περιφερειακή εξουσία του νέου νόμου έχει προκαλέσει ανησυχίες μεταξύ των τοπικών κυβερνήσεων.
Many companies operate in an extraprovincial capacity to expand their market base.
Πολλές εταιρείες λειτουργούν σε εξω-περιφερειακή ικανότητα για να επεκτείνουν τη βάση της αγοράς τους.
The extraprovincial regulations will affect a wide range of businesses across the country.
Δεν υπάρχουν κοινά χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την "extraprovincial". Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο εξειδικευμένο νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Παρόλα αυτά, παρακάτω υπάρχουν μερικές προτάσεις που δείχνουν το πλαίσιο χρήσης της:
Το δικαστήριο αποφάσισε για τις εξω-περιφερειακές επιπτώσεις της νέας πολιτικής.
Extraprovincial considerations are crucial when drafting agreements with foreign parties.
Οι εξω-περιφερειακές σκέψεις είναι κρίσιμες κατά την εκπόνηση συμφωνιών με ξένες πλευρές.
In extraprovincial matters, cooperation between jurisdictions is essential.
Η λέξη "extraprovincial" προέρχεται από την αγγλική λέξη "extra" που σημαίνει "έξω" ή "εκτός" και "provincial", που αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με μια επαρχία ή περιοχή.
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης “extraprovincial”.