Ρήμα
/ɪɡˈzʌlt/
Η λέξη "exult" χρησιμοποιείται για να εκφράσει υπέρτατη ευτυχία ή να πανηγυρίσει για κάτι. Συνήθως αναφέρεται σε ένα συναισθηματικό ξεσκόνισμα ή σε έντονη χαρά. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές ή επίσημες μορφές επικοινωνίας, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο.
Μετά την νίκη του πρωταθλήματος, η ομάδα άρχισε να χαίρεται.
She felt like exulting over her recent promotion.
Ένιωσε να χαίρεται για την πρόσφατη προαγωγή της.
The crowd exulted as the fireworks lit up the sky.
Η λέξη "exult" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις που μιλάμε για επαίνους ή μεγάλες γιορτές. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Οι παίκτες χαίρονται στη νίκη.
She could hardly exult at her success without feeling a bit of humility.
Δεν μπορούσε να χαρεί για την επιτυχία της χωρίς να νιώθει λίγο ταπεινότητα.
The community exulted when the new park was opened.
Η κοινότητα χάρηκε όταν άνοιξε το νέο πάρκο.
He exulted in the moment of triumph.
Αυτός χάρηκε στη στιγμή της θριάμβου.
They exulted at the news of the festival.
Η λέξη "exult" προέρχεται από το Λατινικό "exultare", που σημαίνει "να πηδήξει πάνω από" ή "να εορτάσει". Είναι μια σύνθεση του "ex" (έξω) και "saltare" (πηδώ).
Συνώνυμα: - Rejoice - Celebrate - Delight
Αντώνυμα: - Mourn - Grieve - Sorrow