Eyesight είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈaɪˌsaɪt/
Eyesight αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να βλέπει και να παρακολουθεί εικόνες και είναι σημαντική για την καθημερινή ζωή. Η λέξη χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα αλλά και σε συνδυασμούς που αφορούν την υγεία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, με περισσότερη παρουσία στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
His eyesight has deteriorated over the years.
(Η όρασή του έχει επιδεινωθεί με τα χρόνια.)
She needs to get glasses to improve her eyesight.
(Χρειάζεται να αποκτήσει γυαλιά για να βελτιώσει την όρασή της.)
Regular eye exams can help maintain good eyesight.
(Οι τακτικοί οφθαλμολογικοί έλεγχοι μπορούν να βοηθήσουν στη διατήρηση καλής όρασης.)
Το "eyesight" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που αφορούν την όραση και την υγεία των ματιών.
"To have a sharp eyesight."
(Να έχει κανείς οξεία όραση.)
It's essential for a photographer to have a sharp eyesight.
(Είναι σημαντικό για ένα φωτογράφο να έχει οξεία όραση.)
"To lose one's eyesight."
(Να χάσει κανείς την όρασή του.)
Many people fear losing their eyesight as they get older.
(Πολλοί άνθρωποι φοβούνται να χάσουν την όρασή τους καθώς γερνούν.)
"To have 20/20 eyesight."
(Να έχει κανείς όραση 20/20.)
She is proud to say she has 20/20 eyesight.
(Είναι περήφανη να πει ότι έχει όραση 20/20.)
"To strain one's eyesight."
(Να καταπονεί κανείς την όρασή του.)
Staring at a screen for long hours can strain one's eyesight.
(Η παρακολούθηση μιας οθόνης για πολλές ώρες μπορεί να καταπονεί την όραση.)
Η λέξη eyesight προέρχεται από τη σύνθεση δύο αγγλικών λέξεων: eye (μάτι) και sight (όραση). Χρησιμοποιείται ήδη από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Vision (όραση) - Sight (όραση)
Αντώνυμα: - Blindness (κώφωση) - Inability to see (ανικανότητα να δει)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "eyesight" σε πολλές διαφορετικές διαστάσεις.