Eyewitness είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈaɪˌwɪtnəs/
Η λέξη eyewitness αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει δει ένα γεγονός, συνήθως ένα έγκλημα ή ένα ατύχημα, και μπορεί να παρέχει πληροφορίες ή κατάθεση σχετικά με αυτό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή δημοσιογραφικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε γραπτά και προφορικά κείμενα, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε επίσημα συμφραζόμενα, όπως δικαστικές διαδικασίες ή αναφορές των ΜΜΕ.
The eyewitness testified in court about what she saw during the robbery.
(Ο αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο για όσα είδε κατά τη διάρκεια της ληστείας.)
An eyewitness reported seeing the accident unfold right in front of him.
(Ένας αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε ότι είδε το ατύχημα να εκτυλίσσεται μπροστά του.)
The police are looking for eyewitnesses to the crime.
(Η αστυνομία αναζητεί αυτόπτες μάρτυρες του εγκλήματος.)
Η λέξη eyewitness συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με βλέψεις ή μαρτυρίες.
Example: "He was an eyewitness to history when he attended the moon landing."
(Ήταν αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας όταν παρακολούθησε την προσγείωση στο φεγγάρι.)
Eyewitness account
(Κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα)
Example: "The eyewitness account provided crucial details for the investigation."
(Η κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα παρείχε κρίσιμες λεπτομέρειες για την έρευνα.)
Eyewitness testimony
(Μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα)
Example: "The attorney challenged the validity of the eyewitness testimony."
(Ο δικηγόρος αμφισβήτησε τη συμμόρφωση της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα.)
Describing as an eyewitness
(Περιγράφοντας ως αυτόπτης μάρτυρας)
Η λέξη eyewitness προέρχεται από τον συνδυασμό δύο λέξεων: "eye" (μάτι) και "witness" (μάρτυρας), οι οποίες από κοινού δηλώνουν κάποιον που έχει δει κάτι και μπορεί να δώσει κατάθεση για αυτό.