Η φράση "face coloration" είναι ουσιαστικό.
/fɛɪs ˌkoʊləˈreɪʃən/
Η φράση "face coloration" αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της απόκτησης χρώματος στο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου, της ατμόσφαιρας, ή της χρήσης καλλυντικών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συζητήσεις σχετικές με την ομορφιά, την υγεία, ή την επιστήμη της δερματολογίας. Η φράση αυτή μπορεί να χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως στις επιστημονικές ή μελέτες ομορφιάς.
Η καλλιτέχνης αποτύπωσε τις αποχρώσεις του χρωματισμού προσώπου στο πορτραίτο της.
Face coloration can be affected by various environmental factors.
Ο χρωματισμός προσώπου μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Makeup can enhance the natural face coloration of an individual.
Η φράση "face coloration" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα να συνδυαστεί σε προτάσεις που αναφέρονται σε ιδιωματικές χρήσεις της έννοιας της χρώσης ή του προσώπου, όπως:
Ξύπνησε με μια φυσική λάμψη και όμορφο χρωματισμό προσώπου.
The skincare routine significantly improved her face coloration.
Η ρουτίνα φροντίδας του δέρματος βελτίωσε σημαντικά τον χρωματισμό του προσώπου της.
Experts believe that face coloration is often indicative of health.
Η λέξη "face" προέρχεται από την λατινική λέξη "facies", που σημαίνει "εμφάνιση" ή "πρόσωπο". Η λέξη "coloration" προέρχεται από τη λατινική "coloratio", που σημαίνει "χρωματισμός". Η σύνθεση των δύο λέξεων μας δίνει την έννοια του χρωματισμού που σχετίζεται με το πρόσωπο.
Complexion (ύφαλος/χρώμα δέρματος)
Αντώνυμα: