Ο όρος "face covering" είναι ουσιαστικό.
/feɪs ˈkʌvərɪŋ/
Ο όρος "face covering" αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος καλύμματος που τοποθετείται στο πρόσωπο, συνήθως για να προστατεύσει τους άλλους ή τον αεραγωγό από ιούς και βακτήρια. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου η κοινωνική απόσταση δεν μπορεί να τηρηθεί, όπως σε πανδημίες. Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και η χρήση του έχει αυξηθεί ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της COVID-19.
Η χρήση καλύμματος προσώπου είναι υποχρεωτική στις δημόσιες συγκοινωνίες.
Many people are comfortable wearing a face covering while shopping.
Ο όρος "face covering" δεν έχει πολλές ενσωματωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες χρήσεις στον λόγο που σχετίζονται με την υγεία και την προστασία:
Η χρήση ενός καλύμματος προσώπου μπορεί να βοηθήσει στην προστασία εκείνων γύρω σου.
"It's important to always have a face covering handy."
Είναι σημαντικό να έχεις πάντα ένα κάλυμμα προσώπου διαθέσιμο.
"He forgot his face covering at home and had to buy a new one."
Ξέχασε το κάλυμμα προσώπου στο σπίτι και αναγκάστηκε να αγοράσει ένα καινούριο.
"With the new regulations, everyone has to wear a face covering."
Με τους νέους κανονισμούς, όλοι πρέπει να φορούν κάλυμμα προσώπου.
"She customized her face covering with a fun design."
Η λέξη "face covering" προέρχεται από την αγγλική λέξη "face" που σημαίνει πρόσωπο, και "covering" που προέρχεται από το ρήμα "cover" που σημαίνει καλύπτω. Χρησιμοποιείται κυρίως από τον 20ο αιώνα και έχει γίνει πιο κοινή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Συνώνυμα: - Μάσκα - Κάλυμμα προσώπου
Αντώνυμα: - Εκθέτω (expose) - Ξεσκεπάζω (uncover)