Το "facelifting" είναι ουσιαστικό.
/fˈeɪsˌlɪftɪŋ/
Το "facelifting" αναφέρεται σε μια χειρουργική ή μη διαδικασία που αποσκοπεί στη βελτίωση της εμφάνισης του προσώπου, κυρίως μέσω της αφαίρεσης των ρυτίδων και της ανύψωσης του δέρματος. Είναι μια κοινή αισθητική παρέμβαση και χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση ενός ατόμου, παρέχοντας μια πιο νεανική εμφάνιση. Στη γλώσσα Αγγλικά, η χρήση του μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αν και πιο συχνά συναντάται στα πλαίσια της ιατρικής ή κοσμετολογικής συζήτησης.
"She decided to undergo facelifting to enhance her appearance."
"Αποφάσισε να υποβληθεί σε λιφτ προσώπου για να βελτιώσει την εμφάνιση της."
"Facelifting has become a popular choice among celebrities."
"Η ανόρθωση προσώπου έχει γίνει μια δημοφιλής επιλογή ανάμεσα στα διάσημα πρόσωπα."
"Many people opt for facelifting to combat the signs of aging."
"Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν την ανόρθωση προσώπου για να πολεμήσουν τα σημάδια της γήρανσης."
Το "facelifting" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται άμεσα με τη διαδικασία και την οικονομία ομορφιάς.
"He believes that facelifting is an essential part of maintaining a youthful image."
"Πιστεύει ότι η ανόρθωση προσώπου είναι ένα βασικό κομμάτι της διατήρησης μιας νεανικής εικόνας."
"The clinic offers facelifting as one of its premium services."
"Η κλινική προσφέρει την ανόρθωση προσώπου ως μία από τις κορυφαίες υπηρεσίες της."
"After her facelifting, she felt a renewed sense of confidence."
"Μετά την ανόρθωση προσώπου, ένιωσε μια ανανέωση στην αυτοπεποίθησή της."
"Facelifting procedures are often discussed in beauty magazines."
"Διαδικασίες ανόρθωσης προσώπου συχνά συζητούνται σε περιοδικά ομορφιάς."
Η λέξη "facelifting" είναι μια σύνθεση του "face" (πρόσωπο) και του "lifting" (ανύψωση). Χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1960, καθώς οι χειρουργικές επεμβάσεις για τη βελτίωση της εμφάνισης έγιναν πιο κοινές και αποδεκτές.
Λιφτ προσώπου
Αντώνυμα:
Αυτό συμβάλλει στην κατανόηση του "facelifting" μέσα στην αγγλική γλώσσα, καθώς και στην αλληλεπίδραση του στην καθημερινότητα και τη συζήτηση περί ομορφιάς και αισθητικής.