Ο όρος "facial bones" είναι ουσιαστικό.
/ˈfeɪʃəl boʊnz/
"Facial bones" αναφέρεται στα οστά που συνθέτουν τη δομή του προσώπου. Αυτά τα οστά υποστηρίζουν τις μαλακές ιστούς του προσώπου και περιλαμβάνουν τα ζυγωματικά, τη μύτη, το γνάθο και άλλα. Στη σύγχρονη ανατομία, τα οστά του προσώπου έχουν μεγάλη σημασία για την κατανόηση της ανθρώπινης ανατομίας και της ιατρικής.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης "facial bones" είναι πιο αυξημένη σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα και λιγότερο στην καθημερινή γλώσσα.
The facial bones include the maxilla and the mandible.
(Τα οστά του προσώπου περιλαμβάνουν το άνω γνάθο και το κάτω γνάθο.)
Injuries to the facial bones can affect a person's appearance.
(Οι τραυματισμοί στα οστά του προσώπου μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση ενός ατόμου.)
Surgeons must have a deep understanding of the facial bones for reconstructive procedures.
(Οι χειρούργοι πρέπει να έχουν βαθιά κατανόηση των οστών του προσώπου για αναγεννητικές διαδικασίες.)
Η φράση "facial bones" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν την έννοια τους:
Many plastic surgeon procedures focus on reshaping the facial bones for aesthetic purposes.
(Πολλές διαδικασίες πλαστικών χειρουργών επικεντρώνονται στην αναμόρφωση των οστών του προσώπου για αισθητικούς σκοπούς.)
Understanding the anatomy of facial bones is crucial for anyone studying medicine.
(Η κατανόηση της ανατομίας των οστών του προσώπου είναι κρίσιμη για όποιον σπουδάζει ιατρική.)
The symmetry of the facial bones plays an important role in facial attractiveness.
(Η συμμετρία των οστών του προσώπου παίζει σημαντικό ρόλο στην αισθητική του προσώπου.)
Ο όρος "facial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "facialis", που σημαίνει "του προσώπου", ενώ "bones" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "ban", που σημαίνει "οστό".
Συνώνυμα: - Facial skeleton - Craniofacial bones
Αντώνυμα: - None (ο όρος δεν έχει σαφή αντώνυμο, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ανατομική δομή).