Η φράση "factored morphism" είναι σύνθετη και αποτελείται από δύο λέξεις: "factored" (επικεφαλής, όπως στο περιεχόμενο ενός ρήματος) και "morphism" (ουσιαστικό).
/fæk.tərd ˈmɔr.fɪ.zəm/
Ο όρος "factored morphism" χρησιμοποιείται κυρίως στη μαθηματική γλώσσα, ιδιαίτερα στη θεωρία κατηγοριών και τη γεωμετρία. Αναφέρεται σε έναν μορφισμό που μπορεί να αναλυθεί ή να "παραγονιστεί" σε δύο ή περισσότερους απλούστερους μορφισμούς. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε θεωρίες που περιγράφουν σχέσεις ή μετασχηματισμούς μεταξύ μαθηματικών δομών. Αυτή η έννοια είναι κοινή σε γραπτές μαθηματικές αναλύσεις και λιγότερο συχνά στον προφορικό λόγο.
Ο μαθηματικός εξήγησε την έννοια του επικεφαλής μορφολογίας στη διάλεξή του.
To understand the underlying structure, we need to study the factored morphism.
Για να κατανοήσουμε την υποκείμενη δομή, πρέπει να μελετήσουμε τον εξαρτημένο μορφισμό.
Many properties can be derived from a factored morphism in category theory.
Ο όρος "factored morphism" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες μαθηματικές έννοιες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Όταν συζητούμε έναν επικεφαλή μορφισμό, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τις ιδιότητες κάθε συστατικού.
A factored morphism can simplify complex relationships in algebraic structures.
Ένας επικεφαλής μορφισμός μπορεί να απλοποιήσει πολύπλοκες σχέσεις σε αλγεβρικές δομές.
The theorem states that any morphism can be expressed as a composition of factored morphisms.
Ο όρος "morphism" προέρχεται από την ελληνική λέξη "μορφή" (morphē), ενώ το "factored" προκύπτει από το ρήμα "to factor", που σημαίνει "να χωρίσω σε μέρη".
Συνώνυμα: - Decomposed morphism (αποσυντεθειμένος μορφισμός) - Composite morphism (σύνθετος μορφισμός)
Αντώνυμα: - Simple morphism (απλός μορφισμός) - Non-factored morphism (μη εξαρτημένος μορφισμός)