Επίρρημα
/ˌfæ.kəlˈteɪ.tɪv.li/
Η λέξη "facultatively" σημαίνει ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει ή να χρησιμοποιείται κατά την επιλογή ή την προτίμηση κάποιου. Αντίκειται σε κάτι υποχρεωτικό και συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημα ή τεχνικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές μορφές, όπως σε επιστημονικές ή νομικές κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
The students can participate facultatively in the extra classes offered.
Οι μαθητές μπορούν να συμμετάσχουν προαιρετικά στις επιπλέον τάξεις που προσφέρονται.
The policy allows employees to work from home facultatively.
Η πολιτική επιτρέπει στους υπαλλήλους να εργάζονται από το σπίτι κατ' επιλογήν.
Certain vaccinations are facultatively recommended for travelers.
Ορισμένα εμβόλια συνιστώνται προαιρετικά για τους ταξιδιώτες.
Η λέξη "facultatively" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως πολλές άλλες λέξεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε επιστημονικές ή τεχνικές εκφράσεις που υποδεικνύουν επιλογή, όπως:
Animals can facultatively adapt to varying environmental conditions.
Τα ζώα μπορούν προαιρετικά να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες.
The treatment may be applied facultatively depending on the patient's condition.
Η θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί προαιρετικά ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς.
Students have facultatively chosen their elective courses for the semester.
Οι μαθητές έχουν επιλέξει προαιρετικά τα μαθήματα επιλογής τους για το εξάμηνο.
Η λέξη "facultatively" προέρχεται από το λατινικό "facultas", που σημαίνει "ικανότητα" ή " δυνατότητα", και συνίσταται στην κατάληξη -ly για να σχηματίσει το επίρρημα.
Συνώνυμα: - προαιρετικά - κατ' επιλογήν
Αντώνυμα: - υποχρεωτικά - απαραίτητα