Failure-free είναι ένα επίθετο.
/ˈfeɪljər friː/
Η έκφραση "failure-free" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει αποτυχίες ή λάθη. Συνήθως χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η τεχνολογία, η εκπαίδευση και η διαχείριση για να περιγράψει διαδικασίες ή συστήματα που είναι σχεδιασμένα να λειτουργούν χωρίς προβλήματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ρητές δηλώσεις και περιγραφές προϊόντων ή υπηρεσιών που ισχυρίζονται ότι δεν προκαλούν αποτυχίες. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα.
The new software is designed to be failure-free, ensuring seamless operation.
(Το νέο λογισμικό έχει σχεδιαστεί να είναι χωρίς αποτυχίες, εξασφαλίζοντας ομαλή λειτουργία.)
In our training program, we aim for a failure-free experience for all participants.
(Στο εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα, στοχεύουμε για μια εμπειρία χωρίς αποτυχίες για όλους τους συμμετέχοντες.)
They developed a failure-free method for data recovery.
(Ανέπτυξαν μια μέθοδο χωρίς αποτυχίες για την αποκατάσταση δεδομένων.)
Η έκφραση "failure-free" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε αξιώματα ή φράσεις που περιγράφουν την επιτυχία χωρίς αποτυχίες. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
With our failure-free strategy, we expect results that exceed expectations.
(Με τη στρατηγική μας χωρίς αποτυχίες, αναμένουμε αποτελέσματα που ξεπερνούν τις προσδοκίες.)
They promised a failure-free transition to the new system.
(Υποσχέθηκαν μια μετάβαση χωρίς αποτυχίες στο νέο σύστημα.)
To ensure a failure-free outcome, we tested every component thoroughly.
(Για να εξασφαλίσουμε ένα αποτέλεσμα χωρίς αποτυχίες, δοκιμάσαμε κάθε στοιχείο λεπτομερώς.)
Η λέξη failure προέρχεται από το λατινικό "fallere," που σημαίνει "να αποτύχει" ή "να ξεγελάσει." Ο όρος free σημαίνει ότι κάτι είναι απελευθερωμένο ή απαλλαγμένο από μια κατάσταση. Έτσι, η σύνθεση των δύο λέξεων "failure" και "free" δημιουργεί την έννοια του "ελεύθερου από αποτυχίες."
Συνώνυμα: - Successful (επιτυχής) - Error-free (χωρίς λάθη)
Αντώνυμα: - Failure-prone (επιρρεπής σε αποτυχίες) - Faulty (ελαττωματικός)