Fainéant είναι ένα ουσιαστικό.
/fɛːnˈjɑː/
Η λέξη "fainéant" προέρχεται από τα γαλλικά και σημαίνει κάποιον που δεν εργάζεται ή είναι τεμπέλης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αδράνεια και απραξία.
Στη γλώσσα των Αγγλικά, η χρήση της λέξης δεν είναι πολύ συχνή και μπορεί να βρείτε μεγαλύτερη απήχηση σε γραπτά κείμενα (π.χ. λογοτεχνία ή σχόλια για την κοινωνία) παρά στον προφορικό λόγο.
Ο υπάλληλος επικρίθηκε για το ότι ήταν ένας τεμπέλης μέλος της ομάδας.
Many people view him as a fainéant who refuses to contribute to society.
Η λέξη "fainéant" δεν είναι ελκυστική για πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα για να περιγράψει την τεμπελιά ή την απραξία:
Ο τεμπέλικος τρόπος ζωής του τον πρόδωσε όταν έχασε τη δουλειά του.
"She was tired of his fainéant attitude towards their shared responsibilities."
Ήταν κουρασμένη από την τεμπέλη στάση του απέναντι στις κοινές υποχρεώσεις τους.
"Fainéant behavior often leads to missed opportunities."
Η τεμπέλικη συμπεριφορά συχνά οδηγεί σε χαμένες ευκαιρίες.
"In a world that rewards hard work, being fainéant is a dangerous gamble."
Η λέξη "fainéant" προέρχεται από τα γαλλικά. Το "fainéant" αποτελείται από την λέξη "faire" (να κάνω) και το "néant" (μηδέν), σημαίνοντας κυριολεκτικά "να μην κάνω τίποτα".
Συνώνυμα: - Slacker - Idler
Αντώνυμα: - Hard worker - Go-getter