Η φράση "false witness" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fɔːls ˈwɪtnəs/
Η φράση "false witness" αναφέρεται σε ένα άτομο που ψεύδεται ή παρέχει ψευδείς πληροφορίες σε περιβάλλον που απαιτεί μαρτυρία ή testify, όπως σε δικαστικές διαδικασίες. Η έννοια της ψευδούς μαρτυρίας είναι σοβαρή και μπορεί να έχει νομικές συνέπειες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και ηθικά συμφραζόμενα και είναι συχνά πιο διαδεδομένη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό.
Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ψευδής μάρτυρας στην υπόθεση.
Convicting someone of being a false witness is a serious charge.
Η καταδίκη κάποιου ως ψευδούς μάρτυρα είναι σοβαρή κατηγορία.
The jury found the testimony of the false witness unreliable.
Η φράση "false witness" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ωστόσο κάποιες σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της ψευδούς μαρτυρίας:
"Δεν είπε απλώς ψέματα, ήταν ψευδής μάρτυρας κατά του φίλου του."
"Being a false witness can lead to severe penalties."
"Το να είσαι ψευδής μάρτυρας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ποινές."
"The truth always prevails, even if a false witness tries to deceive."
Η λέξη "false" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "fals," που σημαίνει "μη αληθινός," και "witness" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "witen," που σημαίνει "να γνωρίζω" ή "να είμαι παρών."