Η φράση "falsification of accounts" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fɔːlsɪfɪˈkeɪʃən əv əˈkaʊnts/
Η "falsification of accounts" αναφέρεται στην παράνομη ή ανήθικη πράξη παραποίησης οικονομικών λογαριασμών ή χρηματοοικονομικών στοιχείων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και χρηματοοικονομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει παραβάσεις που αποσκοπούν στο να παραπλανήσουν, είτε τις αρχές είτε τους επενδυτές, σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση μιας οντότητας.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε ειδήσεις που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό τομέα και τη νομική εμπλοκή.
Ο λογιστής συνελήφθη για παραποίηση λογαριασμών.
Falsification of accounts can lead to severe legal consequences.
Η παραποίηση λογαριασμών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νομικές συνέπειες.
Companies must implement strict measures to prevent falsification of accounts.
Η φράση "falsification of accounts" σπανίως περιλαμβάνεται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο παρακάτω υπάρχουν προτάσεις που συνδυάζουν τη φράση με παραδείγματα:
Το διοικητικό συμβούλιο διερευνά τις κατηγορίες για παραποίηση λογαριασμών τον τελευταίο τρίμηνο.
The company's reputation was damaged due to the falsification of accounts.
Η φήμη της εταιρείας υπέστη ζημία λόγω της παραποίησης λογαριασμών.
Whistleblowers play a crucial role in exposing falsification of accounts.
Οι καταγγέλλοντες παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αποκάλυψη παραποίησης λογαριασμών.
It is essential for auditors to detect any falsification of accounts.
Η λέξη "falsification" προέρχεται από το λατινικό "falsificare", που σημαίνει "να παραποίησει". Η λέξη "account" έχει αγγλικές ρίζες και προέρχεται από τη λατινική λέξη "computare", που σημαίνει "να υπολογίσει" ή "να αναφέρει".