Φράση, όπου "falsifying" είναι ρήμα και "assignment" είναι ουσιαστικό.
/ˈfɔːlsɪfaɪɪŋ əˈsaɪnmənt/
Η φράση "falsifying assignment" αναφέρεται στη διαδικασία πλαστογράφησης ή παραποίησης μιας ανάθεσης ή εργασίας, συνήθως με σκοπό την εξαπάτηση, π.χ. στην εκπαίδευση ή στη δουλειά.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά - Χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα ή χώρους εργασίας, όπου υπάρχει έλεγχος για καταθέσεις και έργα. - Εμφανίζεται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να συζητηθεί σε προφορικό λόγο.
Ο μαθητής πιάστηκε να παραποιεί τις προθεσμίες της ανάθεσης.
Falsifying assignment submissions can lead to severe consequences.
Η παραποίηση των υποβολών αναθέσεων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
The professor warned against falsifying assignment work.
Η φράση "falsifying assignment" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "falsifying":
Κατηγορήθηκε ότι πλαστογράφησε την εργασία του για να πάρει καλύτερους βαθμούς.
Falsifying an assignment can ruin your academic integrity.
Η παραποίηση μιας ανάθεσης μπορεί να καταστρέψει την ακαδημαϊκή σου ακεραιότητα.
She found it easy to falsify assignments when no one was watching.
Συνώνυμα: - For "falsifying": fabricating, falsifying, counterfeiting. - For "assignment": task, duty, project.
Αντώνυμα: - For "falsifying": verifying, validating, confirming. - For "assignment": cancellation, removal, retraction.