Η λέξη "familiar" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις, πρόσωπα ή αντικείμενα που δεν είναι καινούργια για κάποιον ή που έχουν μια άνετη και εύκολη αίσθηση. Σημειώνει μια οικειότητα ή μια προτίμηση.
Η λέξη "familiar" είναι αρκετά κοινή στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιούμενη σε καθημερινές συνομιλίες, γραπτά κείμενα και λογοτεχνία. Συχνά απαντάται σε κείμενα που σχετίζονται με τις προσωπικές σχέσεις και την περιγραφή εμπειριών.
Η λέξη "familiar" χρησιμοποιείται κυρίως και στις δύο μορφές ομιλίας — στην προφορική και τη γραπτή. Ωστόσο, η έκταση της χρήσης μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο.
"I'm not familiar with this software."
(Δεν είμαι οικείος με αυτό το λογισμικό.)
"They greeted me with a familiar smile."
(Με χαιρέτησαν με ένα γνωστό χαμόγελο.)
"The concept is familiar to many people."
(Η έννοια είναι γνωστή σε πολλούς ανθρώπους.)
Η λέξη "familiar" προέρχεται από το Λατινικό "familiaris," που σημαίνει "σχετικά με την οικογένεια." Η ρίζα του λέγειν σχετίζεται με τον κόσμο της οικογένειας, τη φιλική οικειότητα και την κοντινότητα. Η χρήση της έχει εξελιχθεί με το χρόνο για να περιλαμβάνει και άλλες έννοιες της οικειότητας και της γνώσης.