Familiar sight: Ο συνδυασμός αυτός είναι ένα ουσιαστικό φράση.
/fəˈmɪl.jər saɪt/
Ο όρος "familiar sight" αναφέρεται σε κάτι που είναι αναγνωρίσιμο ή συνηθισμένο σε κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το άτομο έχει ξαναδεί αυτό το θέαμα ή αντικείμενο στο παρελθόν, καθιστώντας το "οικείο" γι' αυτόν.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μια ελαφρώς αυξημένη συχνότητα στο γραπτό στοιχείο, ειδικά σε αφηγήσεις, περιγραφές ή αναμνήσεις.
"Seeing the old tree in the park was a familiar sight."
(Η θέα του παλιού δέντρου στο πάρκο ήταν ένα οικείο θέαμα.)
"The streets looked different, but the café was a familiar sight."
(Οι δρόμοι φαινόταν διαφορετικοί, αλλά το καφέ ήταν ένα οικείο θέαμα.)
Ο όρος "familiar sight" μπορεί να ενσωματωθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"It's become a familiar sight on my morning walks."
(Έχει γίνει ένα οικείο θέαμα στις πρωινές μου βόλτες.)
"For tourists, the Eiffel Tower is a familiar sight."
(Για τους τουρίστες, ο Πύργος του Άιφελ είναι ένα οικείο θέαμα.)
"After years living here, I find the local market a familiar sight."
(Μετά από χρόνια που ζω εδώ, βρίσκω την τοπική αγορά ένα οικείο θέαμα.)
"A familiar sight to anyone who has lived in the city for a while."
(Ένα οικείο θέαμα για όποιον έχει ζήσει στην πόλη για λίγο καιρό.)
"Seeing my old friends is always a familiar sight."
(Το να βλέπω τους παλιούς μου φίλους είναι πάντα ένα οικείο θέαμα.)
Η λέξη "familiar" προέρχεται από το λατινικό "familiaris," που σημαίνει "οικείος" ή "γνώριμος". Η λέξη "sight" προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "sīʒ", που αναφέρεται στη διαδικασία της όρασης ή της θέασης.
Συνώνυμα: - Recognizable sight (Αναγνωρίσιμο θέαμα) - Usual sight (Συνηθισμένο θέαμα)
Αντώνυμα: - Unfamiliar sight (Αξιοπερίεργο θέαμα) - Strange sight (Ξένο θέαμα)