familiar sight - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

familiar sight (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Familiar sight: Ο συνδυασμός αυτός είναι ένα ουσιαστικό φράση.

Φωνητική μεταγραφή

/fəˈmɪl.jər saɪt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Ο όρος "familiar sight" αναφέρεται σε κάτι που είναι αναγνωρίσιμο ή συνηθισμένο σε κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το άτομο έχει ξαναδεί αυτό το θέαμα ή αντικείμενο στο παρελθόν, καθιστώντας το "οικείο" γι' αυτόν.

Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μια ελαφρώς αυξημένη συχνότητα στο γραπτό στοιχείο, ειδικά σε αφηγήσεις, περιγραφές ή αναμνήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Seeing the old tree in the park was a familiar sight."
    (Η θέα του παλιού δέντρου στο πάρκο ήταν ένα οικείο θέαμα.)

  2. "The streets looked different, but the café was a familiar sight."
    (Οι δρόμοι φαινόταν διαφορετικοί, αλλά το καφέ ήταν ένα οικείο θέαμα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "familiar sight" μπορεί να ενσωματωθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. "It's become a familiar sight on my morning walks."
    (Έχει γίνει ένα οικείο θέαμα στις πρωινές μου βόλτες.)

  2. "For tourists, the Eiffel Tower is a familiar sight."
    (Για τους τουρίστες, ο Πύργος του Άιφελ είναι ένα οικείο θέαμα.)

  3. "After years living here, I find the local market a familiar sight."
    (Μετά από χρόνια που ζω εδώ, βρίσκω την τοπική αγορά ένα οικείο θέαμα.)

  4. "A familiar sight to anyone who has lived in the city for a while."
    (Ένα οικείο θέαμα για όποιον έχει ζήσει στην πόλη για λίγο καιρό.)

  5. "Seeing my old friends is always a familiar sight."
    (Το να βλέπω τους παλιούς μου φίλους είναι πάντα ένα οικείο θέαμα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "familiar" προέρχεται από το λατινικό "familiaris," που σημαίνει "οικείος" ή "γνώριμος". Η λέξη "sight" προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "sīʒ", που αναφέρεται στη διαδικασία της όρασης ή της θέασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Recognizable sight (Αναγνωρίσιμο θέαμα) - Usual sight (Συνηθισμένο θέαμα)

Αντώνυμα: - Unfamiliar sight (Αξιοπερίεργο θέαμα) - Strange sight (Ξένο θέαμα)



25-07-2024