Ο όρος "family doctor" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε έναν γιατρό που παρέχει ιατρική φροντίδα σε μέλη μιας οικογένειας.
/fæmɪli ˈdɑktə/
Ο όρος "family doctor" αναφέρεται σε έναν γενικό ιατρό που έχει ως ρόλο την παρακολούθηση και τη φροντίδα της υγείας των μελών μιας οικογένειας, παρέχοντας πρωτοβάθμια φροντίδα και προληπτική ιατρική. Οι οικογενειακοί γιατροί είναι συχνά οι πρώτοι που επισκέπτονται οι ασθενείς για ιατρικά θέματα, και έχουν ευρεία γνώση για διάφορες καταστάσεις υγειονομικής φύσης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Ο οικογενειακός μου γιατρός μου συμβούλεψε να κάνω το εμβόλιο για τη γρίπη κάθε χρόνο.
It's important to have a trusted family doctor for regular check-ups.
Είναι σημαντικό να έχεις έναν αξιόπιστο οικογενειακό γιατρό για τακτικούς ελέγχους.
We often consult our family doctor for health advice.
Ο όρος "family doctor" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο οικογενειακός γιατρός ξέρει καλύτερα.
Consult your family doctor before taking any medication.
Συμβουλέψου τον οικογενειακό σου γιατρό πριν πάρεις οποιοδήποτε φάρμακο.
The family doctor is the first line of defense in healthcare.
Ο οικογενειακός γιατρός είναι η πρώτη γραμμή άμυνας στην υγειονομική φροντίδα.
A good family doctor builds a strong relationship with patients.
Ένας καλός οικογενειακός γιατρός χτίζει μια ισχυρή σχέση με τους ασθενείς.
You should keep your family doctor informed about any health changes.
Η λέξη "family" προέρχεται από την λατινική λέξη "familia," που αναφερόταν σε ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται ένα κοινό νοικοκυριό. Ο όρος "doctor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "doctor," που σημαίνει "διδάσκων" ή "εκπαιδευτής".
Συνώνυμα: - General practitioner (GP) - Primary care physician
Αντώνυμα: - Specialist (γενικά, αφορούν συγκεκριμένους τομείς της ιατρικής, όπως καρδιολόγος ή δερματολόγος).