Η φράση "fancy-work" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fæn.si wɜrk/
Η λέξη "fancy-work" αναφέρεται σε μια εργασία ή δραστηριότητα που είναι περίπλοκη, ιδιαίτερα προσεγμένη ή έχει κάποιο στοιχείο πολυτέλειας. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με διακόσμηση, τέχνη ή δημιουργικές διαδικασίες.
His fancy-work on the project impressed everyone at the office.
(Η φανταχτερή εργασία του στο έργο εντυπωσίασε όλους στο γραφείο.)
She specializes in fancy-work, creating intricate designs for her clients.
(Ειδικεύεται σε φανταχτερή εργασία, δημιουργώντας περίπλοκα σχέδια για τους πελάτες της.)
Η λέξη "fancy-work" δεν είναι συχνά μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά έχει κάποιες χρήσεις που περιλαμβάνουν:
"Let’s not get too fancy with this design."
(Ας μην γίνουμε πολύ φανταχτεροί με αυτό το σχέδιο.)
"He always adds some fancy-work to his projects to make them stand out."
(Πάντα προσθέτει κάποια φανταχτερή εργασία στα έργα του για να ξεχωρίζουν.)
"This piece has some great fancy-work that really elevates the overall aesthetic."
(Αυτό το κομμάτι έχει υπέροχη φανταχτερή εργασία που πραγματικά ανεβάζει τη συνολική αισθητική.)
Η λέξη "fancy" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "fancie," που σημαίνει "φαντασία" ή "οραματισμός." Ο όρος "work" είναι αγγλικής προέλευσης και προέρχεται από τη σκανδιναβική γλώσσα, που σημαίνει "δουλειά" ή "εργασία."
Συνώνυμα:
- Elaborate work
- Ornate craftsmanship
- Decorative design
Αντώνυμα:
- Simple work
- Plain design
- Basic task