Ρήμα
/ˈfɑːrsər/
Η λέξη "farcer" αναφέρεται σε κάποιον που δημιουργεί ή εκτελεί φάρσες, δηλαδή ανεκτά αστεία ή σκετς που στοχεύουν στις αντιδράσεις ή στα συναισθήματα άλλων ανθρώπων. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της κωμωδίας και της ψυχαγωγίας. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "farcer" είναι μέτρια, και απαντάται κυρίως σε προφορικό λόγο και άτυπες ή ψυχαγωγικές συζητήσεις, παρά σε επίσημες γραπτές μορφές.
Ο φάρσας έκανε μια περίτεχνη φάρσα στους φίλους του κατά τη διάρκεια του πάρτι.
She is known as a farcer on social media, always posting funny videos.
Η λέξη "farcer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση της:
Είναι φάρσας στην ψυχή, πάντα βρίσκει τρόπους να ανακουφίσει την ατμόσφαιρα.
Don't take him seriously; he's just a farcer trying to get a laugh.
Μην τον πάρεις σοβαρά; Είναι απλά φάρσας που προσπαθεί να κάνει κάποιον να γελάσει.
Being a farcer means you need a good sense of humor.
Η λέξη "farcer" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "farce", που σημαίνει φάρσα ή αστείο. Η εννοιολογική της προέλευση περιλαμβάνει κωμικά σκετς που ήταν δημοφιλή στα μεσαιωνικά θεατρικά έργα.
Συνώνυμα: - κωμικός - αστείο άτομο
Αντώνυμα: - σοβαρός - αυστηρός