Faunology: ουσιαστικό
/fɔːˈnɒl.ə.dʒi/
Φαουνλογία
Η λέξη faunology αναφέρεται στη μελέτη της πανίδας μιας περιοχής ή ενός συγκεκριμένου οικοσυστήματος. Συνδυάζει τον όρο "fauna" (πανίδα) με το "logy" (μελέτη).
Η φαουνλογία είναι μια επιστημονική πειθαρχία, κυρίως ενταγμένη στο πεδίο της βιολογίας και της οικολογίας. Χρησιμοποιείται σε γραπτά και έρευνες αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή επιστημονικά περιβάλλοντα, όταν γίνεται συζήτηση για τη βιοποικιλότητα.
Η μελέτη της φαουνλογίας μας βοηθά να κατανοήσουμε τη βιοποικιλότητα σε διάφορα οικοσυστήματα.
Faunology is essential for conservation efforts aimed at protecting endangered species.
Η φαουνλογία είναι απαραίτητη για τις προσπάθειες διατήρησης που στοχεύουν στην προστασία απειλούμενων ειδών.
Researchers in faunology often collaborate with ecologists to create effective preservation strategies.
Η λέξη faunology δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες καθιερωμένες φράσεις στο επιστημονικό πλαίσιο.
Ο τομέας της φαουνλογίας προσφέρει γνώσεις για τη συμπεριφορά των ζώων.
"Professionals in faunology are crucial for understanding ecological interactions."
Οι επαγγελματίες στη φαουνλογία είναι κρίσιμοι για την κατανόηση των οικολογικών αλληλεπιδράσεων.
"In faunology, researchers document the species diversity of a given area."
Στη φαουνλογία, οι ερευνητές καταγράφουν την ποικιλία των ειδών σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
"A deep understanding of faunology can inform environmental policy."
Μια βαθιά κατανόηση της φαουνλογίας μπορεί να ενημερώσει την περιβαλλοντική πολιτική.
"Contributions from faunology can lead to better wildlife management practices."
Η λέξη faunology προέρχεται από το λατινικό "fauna", που αναφέρεται στις θεότητες της πανίδας, και το ελληνικό "λόγος" (logy), που σημαίνει "μελέτη".
Συνώνυμα: - Zoology (ζωολογία) - Animal science (επιστήμη ζώων)
Αντώνυμα: - Floralogy (φλορολογία) - μελέτη φυτών - Botanology (βοτανική) - επιστήμη φυτών