Το "favorably" σημαίνει με ένα τρόπο που είναι ευνοϊκός ή θετικός. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει μια κατάσταση, αντίληψη ή απόφαση που έχει ωφέλιες ή καλές προοπτικές. Η συχνότητα χρήσης του είναι περισσότερη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα
The project was received favorably by the committee.
Το έργο έγινε δεκτό ευνοϊκά από την επιτροπή.
She spoke favorably about the new policy.
Μίλησε θετικά για τη νέα πολιτική.
The results of the trial were viewed favorably by the experts.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής θεωρήθηκαν ευνοϊκά από τους ειδικούς.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "favorably" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που αποτυπώνουν θετική αποδοχή ή υποστήριξη.
He was favorably impressed by her performance.
Ήταν ευνοϊκά εντυπωσιασμένος από την απόδοσή της.
The news was received favorably in the community.
Οι ειδήσεις έγιναν δεκτές ευνοϊκά στην κοινότητα.
Their decision was viewed favorably by the public.
Η απόφασή τους θεωρήθηκε θετικά από το κοινό.
She was treated favorably in the interview process.
Αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά κατά τη διαδικασία συνέντευξης.
The feedback was overwhelmingly favorably.
Η ανατροφοδότηση ήταν επικρατούσα ευνοϊκά.
Ετυμολογία της λέξης
Το "favorably" προέρχεται από το ουσιαστικό "favor", που προέρχεται από το λατινικό "favorem" που σημαίνει "ευμένεια" ή "χάρη". Το "-ably" είναι ένα επίθημα που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επι副词.