feasibility study - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

feasibility study (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "feasibility study" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

/ˌfiːzəˈbɪlɪti ˈstʌdi/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η "feasibility study" αναφέρεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πρακτικής δυνατότητας ενός έργου ή επιχείρησης. Αυτή η μελέτη εξετάζει διάφορες πτυχές, όπως οικονομικά, τεχνικά και νομικά στοιχεία, για να καθορίσει εάν το έργο μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία. Χρησιμοποιείται ευρέως σε επιχειρηματικά και αναπτυξιακά πλαίσια για την υποστήριξη αποφάσεων.

Συχνότητα Χρήσης

Η φράση "feasibility study" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε αναφορές, επιχειρηματικά σχέδια και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The company conducted a feasibility study before launching the new product.
    Η εταιρεία διεξήγαγε μια μελέτη σκοπιμότητας πριν από την κυκλοφορία του νέου προϊόντος.

  2. A thorough feasibility study revealed potential risks involved in the project.
    Μια λεπτομερής μελέτη σκοπιμότητας αποκάλυψε τους πιθανούς κινδύνους που εμπλέκονται στο έργο.

  3. The government invested in a feasibility study to assess infrastructure needs.
    Η κυβέρνηση επένδυσε σε μια μελέτη σκοπιμότητας για να αξιολογήσει τις ανάγκες υποδομής.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "feasibility study" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με τον επιχειρηματικό κόσμο.

  1. The feasibility study did not pass the smell test.
    Η μελέτη σκοπιμότητας δεν πέρασε την εξέταση της λογικής.

  2. They are re-evaluating the feasibility study to ensure accuracy.
    Αναθεωρούν τη μελέτη σκοπιμότητας για να διασφαλίσουν την ακρίβεια.

  3. Before any further investment, we need a comprehensive feasibility study.
    Πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω επένδυση, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη μελέτη σκοπιμότητας.

  4. The project's success relied heavily on the feasibility study's findings.
    Η επιτυχία του έργου βασιζόταν πολύ στα ευρήματα της μελέτης σκοπιμότητας.

  5. The feasibility study opened our eyes to new opportunities.
    Η μελέτη σκοπιμότητας μας άνοιξε τα μάτια σε νέες ευκαιρίες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "feasibility" προέρχεται από την αγγλική λέξη "feasible", που σημαίνει "εκπληρώσιμο" ή " δυνατόν", και συνδέεται με τη γαλλική λέξη "faisable" που έχει την ίδια σημασία. Η λέξη "study" προέρχεται από την λατινική λέξη "studium", που σημαίνει "προσπάθεια" ή "φιλοδοξία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Viability assessment - Project assessment - Feasibility analysis

Αντώνυμα: - Impracticality - Infeasibility - Unviability



25-07-2024