feasible story - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

feasible story (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Feasible: Επίθετο
Story: Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

Feasible: /ˈfiː.zə.bəl/
Story: /ˈstɔːr.i/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Feasible: εφικτός, πραγματοποιήσιμος
Story: ιστορία

Σημασία και χρήσεις

Feasible: Το επίθετο "feasible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δυνατόν να γίνει ή να υλοποιηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά πλαίσια, κυρίως για να αναφερθεί σε σχέδια, προτάσεις ή ιδέες που είναι εφικτές και ρεαλιστικές.

Story: Το ουσιαστικό "story" αναφέρεται σε μια αφήγηση ή ένα παραμύθι, είτε είναι φανταστική είτε πραγματική. Χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές συγκυρίες, όπως στη λογοτεχνία, την παράδοση, και τα μέσα ενημέρωσης.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The proposed project is a feasible story that could attract investors.
  2. Το προτεινόμενο έργο είναι μια εφικτή ιστορία που θα μπορούσε να προσελκύσει επενδυτές.

  3. She told a feasible story about how they managed to complete the task on time.

  4. Είπε μια εφικτή ιστορία για το πώς κατάφεραν να ολοκληρώσουν την εργασία στην ώρα τους.

  5. Creating a feasible story for the marketing campaign took a lot of brainstorming.

  6. Η δημιουργία μιας εφικτής ιστορίας για την καμπάνια μάρκετινγκ απαιτούσε πολύ brainstorming.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "feasible" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις για να καταδείξει ρεαλιστικές προτάσεις ή σχέδια. Παρακάτω είναι κάποιες χρήσιμες φράσεις:

  1. It's feasible to think outside the box for new ideas.
  2. Είναι εφικτό να σκεφτούμε δημιουργικά για νέες ιδέες.

  3. Not every feasible idea will work in practice.

  4. Όχι κάθε εφικτή ιδέα θα λειτουργήσει στην πράξη.

  5. They outlined a feasible plan for disaster recovery.

  6. Περιέγραψαν ένα εφικτό σχέδιο για την αποκατάσταση από καταστροφές.

  7. Finding a feasible balance between work and life is important.

  8. Η εύρεση μιας εφικτής ισορροπίας μεταξύ εργασίας και ζωής είναι σημαντική.

  9. The team proposed a feasible solution to the problem.

  10. Η ομάδα πρότεινε μια εφικτή λύση στο πρόβλημα.

Ετυμολογία

Η λέξη "feasible" προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "fesable," το οποίο σημαίνει "μπορεί να γίνει," το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "facere," που σημαίνει "να κάνω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Possible, workable, practicable
Αντώνυμα: Infeasible, impossible, impractical



25-07-2024