Η λέξη "feebling" προέρχεται από τη ρίζα "feeble", που σημαίνει "αδύναμος" ή "δεν έχει δύναμη". Στη γλώσσα των αγγλικών, το "feebling" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δραστηριότητα ή την κατάσταση του να γίνεσαι ή να γίνεσαι αδύναμος ή αναποτελεσματικός. Χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά στον προφορικό λόγο, ενώ κυρίως εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
He was feebling in front of the audience, unable to convey his message.
Ήταν αδύναμος μπροστά στο κοινό, ανίκανος να μεταφέρει το μήνυμά του.
The constant criticism was feebling her confidence.
Η συνεχής κριτική εξασθενούσε την αυτοπεποίθησή της.
Feebling arguments are often defeated in debates.
Αδύναμοι επιχειρήματα συχνά ηττώνται σε συζητήσεις.
Αν και η λέξη "feebling" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί για να δημιουργήσει κάποιες εκφράσεις περιγραφής ή συζήτησης σχετικά με την αδυναμία.
"He is feebling in his efforts to succeed," she remarked.
"Είναι αδύναμος στις προσπάθειές του να πετύχει," παρατήρησε εκείνη.
"His feebling resolve made it easy for others to take advantage of him."
"Η αδύναμη αποφασιστικότητά του έκανε εύκολο για τους άλλους να επωφεληθούν από αυτόν."
"The feebling performance left the audience wanting more."
"Η αδύναμη παράσταση άφησε το κοινό να θέλει περισσότερα."
Η λέξη "feeble" προέρχεται από το γαλλικό "faible", που σημαίνει "δύσκολος" ή "αδύναμος", και έχει τις ρίζες της στο λατινικό "feebilis", που σημαίνει "αδύνατος".