Η λέξη "feeler" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει: 1. Ένα μέρος που χρησιμοποιείται για να αισθάνεται ή να εντοπίσει κάτι, όπως τα "κολάρα" σε ορισμένα ζώα. 2. Ένα άτομο που προσπαθεί να εξερευνήσει ή να κατανοήσει μια κατάσταση ή μια σχέση. 3. Στην γλώσσα των επιχειρήσεων, μπορεί να αναφέρεται σε μία προσπάθεια να "δοκιμάσουν" τις αντιδράσεις ή τις απόψεις των άλλων σχετικά με μία ιδέα ή πρόταση.
Η συχνότητα χρήσης του "feeler" ποικίλλει, αλλά συναντάται περισσότερο σε γλωσσικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο.
"Έστειλα μερικούς αισθητήρες για να δω αν κάποιος ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί μας."
"The cat use its feelers to navigate in the dark."
"Η γάτα χρησιμοποιεί τα δαχτυλίδια της για να πλοηγηθεί στο σκοτάδι."
"She is a feeler, often tuning into the emotions of people around her."
"Βάζουμε κάποιους αισθητήρες για να εκτιμήσουμε το ενδιαφέρον για το νέο έργο."
"Feeler for the market" - δοκιμή της αγοράς για νέες ιδέες.
"Διεξάγουν αισθητήρες για την αγορά για να δουν αν το νέο προϊόν τους θα πουληθεί."
"A feeler for someone's mood" - να καταλάβετε την διάθεση κάποιου.
Η λέξη "feeler" προέρχεται από τη ρίζα "feel", που σημαίνει "αισθάνομαι", με την προσθήκη του επιθήματος "-er", το οποίο υποδεικνύει τον εκτελεστή της δραστηριότητας.
Συνώνυμα: - αισθητήρας (sensor) - δοκιμαστής (tester)
Αντώνυμα: - αγνοών (ignorer) - αναισθησία (insensibility)